«The bitch is back», μας λέει με νόημα το tagline του «M3GAN 2.0» και για μια στιγμή, το πιστεύουμε. Η πιο σάρκινη, σαρκαστική και viral ανθρωπόμορφη A.I. που είδαμε τα τελευταία χρόνια επιστρέφει με άψογο καρέ, cyber-glare βλέμμα και μερικά σπασμένα άκρα στο ενεργητικό της, μόνο που αυτή τη φορά, η αναβάθμιση καταλήγει περισσότερο σε downgrade.
Δύο χρόνια αφότου η M3GAN καταστράφηκε, η δημιουργός της, Τζέμα, έχει γίνει καταξιωμένη συγγραφέας και υπέρμαχος του κρατικού ελέγχου της τεχνητής νοημοσύνης. Εντωμεταξύ, η 14χρονη πια ανιψιά της Τζέμα, Κέιντι, έχει γίνει μια έφηβη που επαναστατεί ενάντια στους υπερπροστατευτικούς κανόνες της Τζέμα. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας πανίσχυρος εργολάβος αμυντικού εξοπλισμού έχει κλέψει και καταχραστεί την τεχνολογία της M3GAN για να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό όπλο γνωστό ως Amelia. Οσο η Amelia αποκτά συνείδηση του εαυτού της, είναι όλο και λιγότερο πρόθυμη να εκτελεί διαταγές από ανθρώπους...
Ο Τζέραρντ Τζόνστοουν, που είχε σκηνοθετήσει με ψύχραιμη ειρωνεία το πρώτο «M3GAN» (με τον Τζέιμς Γουάν σε παραγωγή), επιστρέφει στην καρέκλα της σκηνοθεσίας, αυτή τη φορά όμως μοιάζει σαν να υποκύπτει στις υπαγορεύσεις ενός franchise που δεν έχει ακόμα αποφασίσει τι είναι. Horror με αιχμές προς το τεχνολογικό μέλλον; Satirical slasher με ρομποτικό attitude; Ή τελικά ένα συμβατικό sci-fi με υπαινιγμούς κοινωνικής κριτικής;
Το «M3GAN 2.0» μοιάζει να απορρίπτει σκόπιμα την αυθεντική b-movie φρεσκάδα του προκατόχου του, επιλέγοντας μια πιο στρογγυλεμένη, σχεδόν PG-13 αισθητική, χωρίς όμως το camp fun που την καθιστούσε απολαυστική. Η προσπάθεια να ενταχθούν σοβαρά κοινωνικά σχόλια γύρω από την κυριαρχία του A.I., την εξάρτηση από την τεχνολογία και την απώλεια της ανθρώπινης επαφής είναι παρούσα, αλλά τόσο διάχυτη και σχηματική που τελικά αποδυναμώνεται. Ποιος ακριβώς είναι ο κίνδυνος της M3GAN; Οτι αντικαθιστά τους γονείς ή ότι πλέον νιώθει και… αγάπη;
Η ταινία κάνει ένα αχρείαστο βήμα μακριά από το horror, το οποίο υπήρξε η γοητευτική καρδιά της πρώτης ταινίας. Τα jump scares είναι αραιά, τα gore στιγμιότυπα αναιμικά, ανύπαρκτα σχεδόν, και ακόμα κι όταν συμβαίνει μια σκηνή βίας, κόβεται απότομα λες και κοιτάμε δοκιμαστικό cut για τηλεοπτική μετάδοση. Κι αν κάτι ζήτησαν οι fans από το πρώτο «M3GAN», αυτό ήταν περισσότερο αίμα, εξ ου και η κυκλοφορία της R-rated εκδοχής που ήρθε εκ των υστέρων να σώσει τα προσχήματα. Εδώ όμως, το gore λείπει εξ αρχής και μαζί του λείπει και η απόλαυση.
Η M3GAN παραμένει φυσικά η σταρ. Η φυσική της παρουσία, η φωνητική απόδοση και η εξωφρενική αυτοπεποίθηση της την κάνουν ακαταμάχητη. Κάθε της βλέμμα, κάθε της φράση διατηρεί κάτι από το sassy, απειλητικό charisma της πρώτης φοράς. Κι όμως, κι εδώ το μεγαλύτερο κρίμα, την περιμέναμε ακόμα πιο sass. Περισσότερα one-liners, περισσότερη θρασύτητα, περισσότερη diva ενέργεια. Η «bitch» επέστρεψε, αλλά σαν να ξέχασε λίγο πώς να είναι... bitch.
Η σκηνοθεσία του Τζόνστοουν παραμένει λειτουργική, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει. Λείπει ο ρυθμός, το νεύρο, η υπόγεια ειρωνεία που χαρακτήριζε την πρώτη ταινία. Το pacing χωλαίνει, ειδικά στο δεύτερο μισό, ενώ το φινάλε αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα για sequel, χωρίς όμως να μας πείθει ότι το θέλουμε. Είναι σα να βλέπουμε ένα επεισόδιο από spin-off σειρά, και όχι τον βασικό κορμό μιας κινηματογραφικής συνέχειας.
Το «M3GAN 2.0» δεν είναι ακριβώς κακή ταινία. Είναι απλώς... αποστειρωμένη. Μια συνέχεια που προδίδει εν μέρει την ίδια της την ύπαρξη, καταπνίγοντας την ψυχαγωγική φρίκη και την απολαυστική αμετροέπεια του πρωτότυπου. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε ψηφιακά μάτια και ανούσιες εξηγήσεις, καταλαβαίνεις πως αυτή η φορά δεν ήταν ούτε τόσο φονική, ούτε τόσο διασκεδαστική. Η M3GAN μπορεί να είναι ακόμα εδώ, αλλά αυτό το sequel δεν είναι παρά μια αποτυχημένη αναβάθμιση.