Κλασικό εμπορικό κωμικό franchise, πια, στη Γαλλία, το σερί των «Visiteurs» έχει μαζέψει άφθονα εισιτήρια και γέλια στις αίθουσες, για να φτάσει σ' αυτό το τρίτο και ασφαλώς πιο αποτυχημένο μέρος του κι αυτό λέει ήδη πολλά.
Οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο Μονμιράιγ κι ο Ζακούιγ, ταξιδεύουν αυτή τη φορά στα χρόνια του Τρόμου του Ροβεσπιέρου, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όπου οι δυο τους βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα στην άγρια πάλη των αριστοκρατών και των «νέων πολιτών». Η ταινία θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το γαλλικό κοινό, τόσο γιατί καταπιάνεται σατιρικά μ' αυτό το τεράστιο κεφάλαιο της ιστορίας του, όσο και γιατί είναι γεμάτη αναφορές στο ίδιο το γαλλικό σινεμά. Δεν καταφέρνει ούτε αυτό.
Για όσους το "κακάκια" δεν προκαλεί πια γέλιο, η ταινία φέρνει μόνο εκνευρισμό.»
Σ' αυτήν εδώ, την τρίτη περιπέτειά τους, ο Μονμιράιγ (Ζαν Ρενό) κι ο πιστός του υπηρέτης Ζαγούιγ (Κριστιάν Κλαβιέ - και συνσεναριογράφος της ταινίας), παίρνουν μέρος στα «σαλόνια» της επανάστασης, στις εθνοσυνελεύσεις και σε άφθονα τσιμπούσια, καθώς ο πρώτος βρίσκεται κατατρεγμένος ως αριστοκράτης κι ο δεύτερος κυρίαρχος ως μέλος της εργατικής τάξης. Η ιστορία θα τους οδηγήσει σε καταλήψεις και καταδιώξεις, σε λαϊκά δικαστήρια και κρεβατοκάμαρες, αλόγιστα και ποτέ αστεία.
Ο Ρενό κι ο Κλαβιέ περιφέρονται περιμένοντας το σενάριο κι οι ατάκες να κάνουν τη δουλειά γι' αυτούς. Οι διάλογοι, η αφήγηση και το μοντάζ βρίσκονται όλα σε κατάσταση παροξυσμού, σε μια ασταμάτητη υστερία, που ακόμα κι έτσι αποτυγχάνει να βγάλει γέλιο, έστω αξιοποιώντας τις πιο ενστικτώδεις αντιδράσεις στην κωμωδία. Κι όλα τα δημιουργικά κενά, που είναι δηλαδή σχεδόν ολόκληρη η ταινία, συμπληρώνονται με μια πανδαισία σκατολογίας και νηπιακού βωμολοχιακού χιούμορ. Για όσους το «κακάκια» δεν προκαλεί πια γέλιο, η ταινία φέρνει μόνο εκνευρισμό.