O θάνατος της Ανιές Βαρντά πριν λίγους μήνες, σε ηλικία 90 ετών αφήνει πίσω μια πλούσια παρακαταθήκη με ορισμένα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα, όπως την «Κλεό από τις 5 ως τις 7» και το «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο», αλλά και μια φιλμογραφία που μετρά συνολικά πάνω από πενήντα ταινίες (μικρού και μεγάλους μήκους, μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης) που χρήζουν επανανάγνωσης κι επανεκτίμησης. Μία από αυτές είναι δίχως αμφιβολία και το «Le Bonheur» του 1965, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της και η πρώτη έγχρωμη, η οποία κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Βερολίνου εκείνης της χρονιάς (για την ιστορία -και την ειρωνεία του πράγματος- τη Χρυσή Άρκτο κέρδισε το «Αλφαβίλ» του Γκοντάρ), προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο με την αταξινόμητη πολυσημία της και μετά ξεχάστηκε βολικά κάτω από τη σκιά της μετάβασής της Βαρντά στην Αμερική, των πολεμικών ντοκιμαντέρ της και της δεύτερης, πιο έκδηλα φεμινιστικής της περιόδου.

Κι η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά, το «Le Bonheur» προκαλεί αμηχανία στην ερμηνεία του, ακόμα και στην κατηγοριοποίησή του. Πρόκειται για σάτιρα, αλληγορία ή ηθογραφία; Είναι ένα έργο αμοραλιστικό ή βαθύτατα ηθικό; Περιγράφει μια μοντέρνα κι αντισυμβατική ερωτική ιστορία ή σατιρίζει τα ερωτικά ήθη μια νέας, polyamorous εποχής; Κι η ματιά της Βαρντά είναι φεμινιστική ή υποκύπτει στην κυριαρχία του ανδρικού βλέμματος που υποτίθεται ότι στηλιτεύει; Η μήπως τελικά η ταινία είναι ένα φορμαλιστικό κινηματογραφικό πείραμα στον πνεύμα και τον απόηχο της nouvelle vague, της οποίας η Βαρντά ήταν άλλωστε η πρωτοπόρος; Ολες οι απαντήσεις και τα επιχειρήματα για τη μία ή την αντίθετη άποψη βρίσκουν έρεισμα στη μόλις 80 λεπτών ταινία κι εκεί ακριβώς έγκειται η γοητεία της. Γιατί η ιστορία είναι φαινομενικά απλή, στα όρια της απλοϊκότητας, είναι, όμως, η σκηνοθεσία κι η πλανοθεσία της Βαρντά που χτίζουν κι αποδομούν τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.

Η ευτυχία του τίτλου αντικατοπτρίζεται από την αρχή στο γάμο του Φρανσουά και της Τερέζ. Νέοι, όμορφοι κι ευτυχισμένοι, έχουν δημιουργήσει την τέλεια οικογένεια και με τα δύο (υπερβολικά ήσυχα και καλόβολα παιδιά τους) απολαμβάνουν την ιδανική ζωή τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εβδομαδιαίες εκδρομές τους σε μια φύση που πάλλεται από χρώματα, θυμίζοντας ιμπρεσιονιστικό πίνακα, ή σε μια ειδυλλιακή καθημερινότητα που κυλάει αρμονικά, ανέφελα και χωρίς καυγάδες στο προάστιο του Παρισιού, όπου ζουν.

Ο Φρανσουά θα γνωρίσει την Εμιλί, μια υπάλληλο στο ταχυδρομείο που μοιάζει φυσιογνωμικά στη γυναίκα του και θα συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί της, ούτε όμως αυτή η σχέση θα διασαλεύσει την οικογενειακή ευτυχία. Ο Φρανσουά θα μοιραστεί τις μέρες του ανάμεσα στη σύζυγο και στην ερωμένη και δεν θα νιώσει καμία ενοχή, αντίθετα θα αισθανθεί ακόμα πιο χαρούμενος, γιατί κατ΄ αυτόν «η ευτυχία λειτουργεί σωρευτικά». Κι όλα θα κυλήσουν χωρίς καμία δραματική κορύφωση, ακόμα κι όταν ο Φρανσουά θα αποκαλύψει στη γυναίκα του τη σχέση του με την Εμιλί στη διάρκεια μιας εκδρομής, εξηγώντας της ότι είναι πιο χαρούμενος από ποτέ κι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μεταξύ τους. Το ζευγάρι θα κάνει έρωτα, αλλά όταν ο Φρανσουά ξυπνήσει το επόμενο πρωί θα ανακαλύψει ότι η σύζυγός του πνίγηκε στο παρακείμενο ποτάμι. Αυτοκτονία ή τραγικό δυστύχημα; Η απάντηση είναι αδιάφορη, γιατί η οικογένεια θα αποκτήσει μια νέα μητέρα, την Εμιλί, και η «ευτυχία» του Φρανσουά και του τίτλου θα συνεχιστεί μετά τους τίτλους τέλους.

Η Βαρντά δήλωσε ότι με την «Ευτυχία» ήθελε να κάνει μια ταινία που θα μοιάζει με ένα τέλειο φρούτο, μέσα στο οποίο κρύβεται ένα σκουλήκι. Κι αλήθεια είναι ότι από την αρχή η οικογενειακή ζωή που απεικονίζεται μοιάζει ύποπτα τέλεια και αψεγάδιαστη, μια οικογενειακή φωτογραφία διαρκείας στην οποία όλα τα μέλη χαμογελούν, κρύβοντας επιμελώς τη σκοτεινή άβυσσο που ελλοχεύει κάτω από μια γυαλιστερή επιφάνεια. Στη μεταπολεμική Γαλλία του Ντε Γκολ και της ανοικοδόμησης των ήσυχων προαστίων αυτή η απεικόνιση της νέας αστικής τάξης, ειδικά λίγα χρόνια πριν το Μάη του 1969, αποκτά μια σαφέστατα ειρωνική διάσταση, πόσο μάλλον όταν την οικογένεια της ταινίας υποδύεται μια οικογένεια στην πραγματική ζωή, προσδίδοντας ένα ακόμα επίπεδο ερμηνείας.

Ακόμα και η φύση μοιάζει πλαστή μέσα στα εκτυφλωτικά της χρώματα και υπό τους μελωδικούς ήχους της μουσικής του Μότσαρτ που συνομιλούν με τις εικόνες και τους δίνουν τον ανάλαφρο και παιγνιώδη ρυθμό της. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία της Βαρντά, στην οποία η σκηνοθέτης μοιάζει να ανακαλύπτει εκ νέου το χρώμα και συνθέτει μια φωτεινή συμφωνία χρωμάτων, πίσω από την οποία κρύβεται επιμελώς το σκοτάδι. Αυτή η ποπ αισθητική είναι διάχυτη ακόμα και στην πόλη, όπου στα πολύχρωμα κτίρια οι πινακίδες κρύβουν συνθήματα που σχολιάζουν, ερμηνεύουν ή αποδομούν τα δρώμενα, όσο η Βαρντά δεν παύει να υπενθυμίζει ότι είμαστε στο σύμπαν μιας ταινίας, ένα φορμαλιστικό κατασκεύασμα από τη φύση του τεχνητό, που αποκαλύπτει όμως την αλήθεια του μέσα από το ψεύδος, όπως δίδαξε άλλωστε η nouvelle vague.

Κι αν η ευτυχία στη γαλλική γλώσσα είναι γένους αρσενικού, η Βαρντά υιοθετεί την ανδρική ματιά για να καταδείξει τις καταδυναστευτικές τις διαστάσεις και να την αποδομήσει εκ των έσω.

Προμηνύοντας το δεύτερο κύμα του φεμινισμού στις αρχές της δεκαετίας του 70, η ταινία υπογραμμίζει διαρκώς πώς η πατριαρχία έχει υπονομεύσει το ρόλο των γυναικών σε μια αναλώσιμη κι αντικαταστάσιμη υποστήριξη του κυρίαρχου αρσενικού. Ο Φρανσουά δίνει τον ορισμό της δικής του ευτυχίας γιατί απλούστατα μπορεί και οι γυναίκες της ζωής του, όμοιες εμφανισιακά μεταξύ τους, βρίσκονται εκεί δορυφορικά για να την υποστηρίξουν χωρίς ποτέ να θέτουν τα δικά τους όρια ή τις δικές τους απαιτήσεις.

Σε μια εποχή απελευθέρωσης των σεξουαλικών ηθών, όπου όλα άλλαζαν, αλλά όλα ίσως τελικά έμειναν ίδια, η «Ευτυχία» της Βαρντά μοιάζει να είναι η απάντησή της στις «Ομπρέλες του Χερβούργου», που είχε γυρίσει ο σύζυγός της Ζακ Ντεμί δύο χρόνια νωρίτερα. Αν το ζευγάρι εκείνης της ταινίας είχε μείνει τελικά μαζί, η πορεία τους μπορεί να έμοιαζε με το γάμο του Φρανσουά και της Τερέζ. Κι αν σ’ εκείνη την ταινία «οι άνθρωποι πεθαίνουν από αγάπη μόνο στις ταινίες», η Βαρντά υπενθυμίζει ότι και η ευτυχία ίσως δεν είναι τελικά παρά μόνο μια ψευδαίσθηση που διαμορφώνεται κάθε φορά από τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές δομές και βρίσκει την ιδεατή μορφή της μόνο σε κάτι τόσο σαγηνευτικά επίπλαστο, όσο η μεγάλη οθόνη.