Ο ντετέκτιβ Μαρκ ΜακΦέρσον ερευνά το θάνατο της Λόρα Χαντ, μιας πανέμορφης κοπέλας που βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της. Ανακρίνει τους υποψήφιους ενόχους, τον εκκεντρικό κοσμικογράφο Γουόλντο Λάιντεκερ, τον αρραβωνιαστικό της, Σέλμπι Κάρπεντερ, την πλούσια θεία της, Αν Τρέντγουελ και την πιστή της οικονόμο Μπέσι Κλέαρι και μέσα από τις μαρτυρίες τους πλάθει στο μυαλό του το χαρακτήρα της όμορφης κοπέλας. Το πορτρέτο που κρέμεται στο τοίχο του σαλονιού του σπιτιού της τον βοηθά να συνδυάσει το χαρακτήρα με τη μορφή της και σύντομα ο αστυνομικός βρίσκεται δέσμιος από τη γοητεία της νεκρής. Μέσα από τις φαντασιώσεις του αναρωτιέται ποιος θα μπορούσε να θέλει το θάνατο μιας κοπέλας που έκανε τους πάντες να την ερωτεύονται με την ευγενική της ψυχή. Μια νύχτα, ενώ βρίσκεται στα μισά των ερευνών του συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο που θα τον κάνει να αναθεωρήσει όλα όσα έχει μάθει για την υπόθεση.
Οταν η «Laura» πήρε το πράσινο φως από τη 20th Century Fox δεν ήταν παρά η διασκευή ενός θεατρικού έργου της Βέρα Κάσπαρι που δεν κατάφερε ποτέ να ανέβει στο Μπρόντγουεϊ και που στη συνέχεια μεταποιήθηκε σε μυθιστόρημα για να αγοραστεί από το στούντιο και να αποτελέσει την καθοριστική στιγμή στην καριέρα του Οτο Πρέμινγκερ.
Διάσημος για τον ιδιότροπο χαρακτήρα του, αλλά και για τις διαμάχες του με τον νεαρό ακόμη τότε Ντάριλ Φ. Ζανούκ, ο Αυστριακός Πρέμινγκερ είχε βρεθεί στο Χόλιγουντ να συνεργάζεται με τους ιδρυτές της 20th Century Fox, σκηνοθετώντας ταινίες μικρού προϋπολογισμού για το b-movie παράρτημα της εταιρίας, δίνοντας εξαιρετικά δείγματα διαχείρισης του budget και της παραγωγής, αλλά όχι τίποτα περισσότερο ως τελικό προϊόν, παρά ταινίες δεύτερης διαλογής για την αναπτέρωση του ηθικού της Αμερικής εν καιρό πολέμου.
Επιστρέφοντας στη Fox, ο Ζανούκ του ανέθεσε την παραγωγή του «Laura», αλλά όχι και τη σκηνοθεσία - παρά τις επίμονες προσπάθειες του Πρέμινγκερ - και έτσι το πρότζεκτ κατέληξε μετά από αρκετά ονόματα σε αυτό του Ρόμπερτ Μαμούλιαν («Queen Christina») που ο Πρέμινγκερ δεν εκτιμούσε επειδή πίστευε πως ήταν απλά ένας καλός τεχνίτης που όμως δεν ενδιαφερόταν για τους χαρακτήρες ή για την ατμόσφαιρα των ταινιών του.
Το γύρισμα ξεκίνησε αλλά οι κακές σχέσεις του Μαμούλιαν με τους ηθοποιούς του θα οδηγούσαν γρήγορα σε αναβολή της παραγωγής και στην τελική απόφαση της Fox να δώσει τη σκηνοθεσία στον Πρέμινγκερ. Με νέους σεναριογράφους, νέο σκηνογράφο και νέο διευθυντή φωτογραφίας, ο Πρέμινγκερ κατάφερε να ολοκληρώσει το γύρισμα της «Laura» χωρίς να ξεφύγει πολύ από τον αρχικό προϋπολογισμό και με τις ελάχιστες πιθανές απώλειες στο director’s cut, όπως το γνώριζε σχεδόν πριν ξεκινήσει την ετοιμασία της ταινίας.
Στα χέρια του Πρέμινγκερ, η «Laura» άλλαξε μορφή, ύφος και κυρίως «τάξη», αφού από μια περίπλοκη αστυνομική ιστορία ιδανική για ένα ακόμη b-movie, κατέληξε σε μια απαστράπτουσα παραγωγή που στέφθηκε με μεγάλη εμπορική επιτυχία, εκτίναξε την καριέρα των πρωτοεμφανιζόμενων ακόμη Τζιν Τίρνεϊ και Ντάνα Αντριους και δικαίωσε τον Πρέμινγκερ για τις επιλογές του: ο Κλίφτον Γουεμπ στον οποίο ο Πρέμινγκερ πίστεψε κόντρα σε κάθε άλλη γνώμη κέρδισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, ενώ προτάθηκαν όλοι οι νέοι συνεργάτες που προσλήφθηκαν (Καλύτερο Σενάριο, Καλύτερα Σκηνικά) με τον Τζόζεφ ΛαΣελ να κερδίζει δικαιωματικά το Οσκαρ Ασπρόμαυρης Φωτογραφίας.
Ποια, όμως, ήταν η «Laura»; Τι ήταν η «Laura»; Οπως εύστοχα προσπάθησε η Fox να μετατρέψει σε μύθο την ύπαρξή της στο τρέιλερ της εποχής, η «Laura» ήταν η αντανάκλαση όλων όσων ήταν ο Πρέμινγκερ σαν άνθρωπος, σαν κινηματογραφιστής, σαν άντρας που παρόλη τη διάσημη κακή σχέση του με όλες τις μεγάλες πρωταγωνίστριες του αγάπησε με πάθος τις γυναίκες, σαν ξένος σε μια χώρα βυθισμένη στο σκοτάδι και τις εμμονές…
Ηδη από την πρώτη αριστοτεχνική σκηνή της, ο θεατής μπαίνει σε μια τροχιά φετιχισμού, ηδονοβλεψίας και υποβόσκουσας σεξουαλικότητας καθώς η έρευνα για το θάνατο της Λόρα ξεκινά, στην αρχή ανυποψίαστα από την πλευρά του αστυνομικού ντετέκτιβ, πριν καταλήξει σε ένα δολοφονικό παιχνίδι που ίπταται στην ατμόσφαιρα του μύθου.
Ο Πρέμινγκερ είναι παρών σε κάθε σκηνή, άλλοτε για να υποδείξει στον θεατή τις αδιόρατες λεπτομέρειες που θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου και άλλοτε για να παρατηρήσει και ο ίδιος τη σχεδόν μηχανική αναλογία ανάμεσα στους πολλαπλούς «εραστές» της Λόρα και το φαντασμά της.
Τεχνίτης από τους λίγους που γνώρισε το Χόλιγουντ ακριβώς τη στιγμή που η βιομηχανία ενηλικιωνόταν, ο Πρέμινγκερ χτίζει με το «Laura» ενα παραλογισμό που βασίζεται σε μαθηματική λογική, ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα με πρώτες ύλες το ασταθές της ανθρώπινης φύσης, ένα μυστήριο που μεγενθύνεται μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της επιθυμίας, ένα μεταφυσικό φιλμ απόλυτου νατουραλισμού, ένα μοντέρνο δείγμα ενήλικου σινεμά που μετά από λίγη ώρα αρνείται να καταχωρηθεί σε ένα είδος παραμένοντας μέχρι και το φινάλε του στον απροσδιόριστο χώρο που κρύβεται η αλήθεια των πραγμάτων.
Χαμηλότονο - σχεδόν υπνωτιστικό (βοηθάει εδώ η υπέροχη μουσική του Ντέιβιντ Ράσκιν), εξπρεσιονιστικό στις στιγμές που η κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα διαγράφει τις αδρές γραμμές της προσωπικότητας του καθενός από τους ήρωες του και τολμηρό αφού ακόμη και κεκαλυμμένα «παίζει» εξώφθαλμα με τους όρους του ανδρισμού (o μοναδικός straight που ερωτεύεται τη Λόρα είναι αυτός που δεν την έχει δει ποτέ) και της in the closet ομοφυλοφιλίας (τόσο ο χαρακτήρας του Κλιφτον Γουεμπ, όσο και αυτοί του Βίνσεντ Πράις και της Τζούντιθ Αντερσον – και οι τρεις ομοφυλόφιλοι στη ζωή τους – φλερτάρουν με την αμφίσημη σεξουαλικότητά τους), το «Laura» είναι περισσότερο και από ένα φιλμ νουάρ, μια ταινία – αποπλάνηση.
Από αυτές που παρακολουθούνται με αγωνία για την ταυτότητα του δολοφόνου και τις απαντήσεις στα δεκάδες ερωτήματα που γεννιούνται από την αστυνομική έρευνα, ενώ στην πραγματικότητα η πραγματική «αλήθεια» βρίσκεται πίσω από τα ίχνη και τις ενδείξεις, κάπου ανάμεσα στην αντανάκλασή της και στον τρόπο που επιθυμεί να την εκλαμβάνει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά.
Και εβδομήντα χρόνια μετά, μια από αυτές τις κινηματογραφικές εμπειρίες που μοιάζουν να μην πέρασε από πάνω τους ο χρόνος, παρά μόνο για να τις κάνει ακόμη πιο δυνατές...