Τρεις 75χρονοι φίλοι εγκαταλείπουν προσωρινά τη μονότονη ζωή τους και πηγαίνουν για ένα Σαββατοκύριακο στο Λας Βέγκας, για να γιορτάσουν τις τελευταίες ημέρες «ελευθερίας» του τέταρτου συνομήλικου κολλητού τους, που παντρεύεται μια νεαρή ύπαρξη. Η αλλαγή του σκηνικού και η απρόσμενη ανεξαρτησία τους θα τους οδηγήσει σε σκανταλιές, περιπέτειες και τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή έχει σασπένς σε κάθε ηλικία, αρκεί να υπάρχει αγάπη και πίστη στη φιλία.
Σ’ ένα σενάριο γραμμένο από τον Νταν Φόγκελμαν του «Crazy.Stupid.Love», η αντρική φιλία και το βάρος της τρίτης ηλικίας παίρνουν την πιο κλισέ, ανέμπνευστη κι επίπεδη μορφή. Οι τέσσερις ήρωες σαχλαμαρίζουν κοινότυπα, διακωμωδώντας διαρκώς – αλλά πραγματικά, χωρίς στιγμή ανάπαυλας – το γεγονός ότι το πνεύμα θέλει, αλλά το σώμα δε βοηθά. Βέβαια, στην περίπτωση αυτής της ταινίας, ακόμα και το σώμα βοηθά, μια και το φιλμ παρουσιάζει τη μεγάλη ηλικία με χάρη και σκέρτσο που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα: ο ένας φίλος έχει μόλις βάλει μεταλλικό γοφό, αλλά λικνίζεται και χοροπηδά στις σκάλες σαν ξεπεταρούδι, ο άλλος έχει κάνει bypass αλλά καπνίζει και πίνει σα να μην υπάρχει αύριο και, γενικώς, όλοι τα περνούν τόσο χάρμα σα να ήταν στα είκοσι, με μοναδική υπενθύμιση της ηλικίας τους, τους ίδιους τους μεταξύ τους διαλόγους.
Βέβαια, η ταινία είναι κωμωδία κι ως τέτοια δεν έχει λόγο ν’ ασχοληθεί με τη σοβαρή ή ρεαλιστική πλευρά των πραγμάτων. Το οποίο θα λειτουργούσε θαυμάσια, εάν δεν είχε ταυτόχρονα και την πρόθεση να διδάξει ότι στη ζωή υπάρχουν και δεύτερες (έως και τέταρτες – πέμπτες) ευκαιρίες και γι’ αυτό δε χρειάζεται κανείς ν’ αγωνιά ή να στενοχωριέται. Και πώς να στενοχωριέται, όταν, για το «Last Vegas» τουλάχιστον, στα 75 περνά πιο ξέφρενα από ποτέ, με κοκτέιλ, σέρβις, πισίνες, καυτές νέες με μπικίνι και μια αναλαμπή αληθινού έρωτα;
Αλλά και ως κωμωδία, ως ένα «Hangover Part 43», πέφτει στο κενό των δεδομένων gags, των αστείων χωρίς νεύρο και πρωτοτυπία. Τα βασικά της πλεονεκτήματα κινούνται σε δυο παραμέτρους. Απ’ τη μια, στον υπέροχο παιχνιδότοπο που λέγεται Λας Βέγκας και που η κάμερα αποτυπώνει θεαματικά, με όλα του τα ανάκτορα-μαϊμού και το μοναδικό στόχο της καλοπέρασης και της υπέρβασης των ορίων.
Κι από την άλλη, στη συνύπαρξη, στην οθόνη, τεσσάρων μεγάλων – ασχέτως ηλικίας – ηθοποιών (αλλά και την έξοχη Μέρι Στίνμπεργκεν σε μια από τις σπάνιες, πια, κινηματογραφικές εμφανίσεις της), οι οποίοι γεμίζουν την κάθε σκηνή με τρυφερότητα, γοητεία, σεξ απίλ (ναι, ακόμα και τώρα), γνώση και κέφι. Το ότι και οι τέσσερις επέλεξαν το φιλμ για την αμοιβή τους, άντε και για να περνούν καλά μεταξύ τους στα γυρίσματα, είναι προφανές. Αλλά και μόνο η παρουσία και οι λαμπερές τους ερμηνείες χαρίζουν πλούτο στις σκηνές τους, δίνουν νόημα στις ατάκες τους εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα και σε παρασύρουν να χαμογελάσεις μ’ ένα τους νεύμα. Κι αυτό, πραγματικά, κάνει το φιλμ ν’ αξίζει λίγο παραπάνω τον κόπο και το θεατή να ξεχνά τα κριτήριά του κι απλώς ν’ απολαμβάνει.