Σε μια κινηματογραφική χρονιά γεμάτη αναζητήσεις, επαναπροσδιορισμούς και υπόγειες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) διαδρομές στο σινεμά τρόμου, ο Λουίς Πριέτο μας παραδίδει το «Τελευταίος Σταθμός Ροκαφόρτ», ένα φιλμ που προσπαθεί να χτίσει την έντασή του πάνω σε σκονισμένα κλισέ και κακοχωνεμένες επιρροές, αλλά τελικά βυθίζεται σε μια στυλιζαρισμένη ανουσιότητα που κάνει ακόμα και το ίδιο το genre να αναρωτιέται τι πήγε τόσο στραβά. Eνα χαοτικό συνονθύλευμα ιδεών που μοιάζει να γράφτηκαν (και να γυρίστηκαν) χωρίς δεύτερη σκέψη. Ή και χωρίς πρώτη.
Η Λάουρα ξεκινά να εργάζεται στο μετρό της Βαρκελώνης, στον παλιό και ήσυχο σταθμός Ροκαφόρτ. Δεν αργεί να ανακαλύψει ότι ο σταθμός αυτός είναι το κέντρο ενός ανατριχιαστικού αστικού μύθου: πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει εκεί κάτω από περίεργες συνθήκες όλα αυτά τα χρόνια και κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να μάθει την αλήθεια. Η Λάουρα ζητά τη βοήθεια ενός πρώην αστυνομικού, του Ρομάν, ο οποίος παθιάζεται με την υπόθεση, προσπαθώντας να ανακαλύψει το μυστικό που κρύβει.
Το σενάριο είναι από τα πιο ακατανόητα που έχουμε δει φέτος στο είδος: μια ιστορία για έναν σταθμό του μετρό στην Ισπανία που υποτίθεται κρύβει κάποιο σκοτεινό μυστικό, όμως ούτε το ίδιο το φιλμ φαίνεται να ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό. Και όταν σε αυτό μπλέκει ιστορίες φαντασμάτων με μαγεία, δαιμονισμούς και κατάρες από την εποχή των Αζτέκων, όλο αυτό καταλήγει ως ένα ακατανόητο κουβάρι από «ιδέες» (μέσα σε πολλά εισαγωγικά) που δεν οδηγούν πουθενά, με χαρακτήρες που μπαίνουν και βγαίνουν από τη δράση χωρίς σαφή λόγο ύπαρξης και με ένα μεταφυσικό μυστήριο στον σταθμό Ρόκαφορτ που παραμένει… μυστήριο και για τον ίδιο τον θεατή. Δεν είναι ατμοσφαιρικό, δεν είναι τρομακτικό, δεν είναι έστω campy ή διασκεδαστικό. Είναι απλώς βαρετό.
Κι εκεί που ίσως κάποιος πιο εμπνευσμένος σκηνοθέτης θα προσπαθούσε να περισώσει το χάος με μια ενδιαφέρουσα ματιά, ο Πριέτο δείχνει να παραδίδεται. Η σκηνοθεσία του είναι νευρική, αποσπασματική και παντελώς ασυνεπής. Η κάμερα κινείται άσκοπα, οι σκηνές αλλάζουν ρυθμό χωρίς λόγο, το μοντάζ είναι γεμάτο απότομες κοφτές μεταβάσεις που μοιάζουν περισσότερο με σφάλματα στο timeline ενός φοιτητικού project παρά με συνειδητές δημιουργικές επιλογές.
Ειδική μνεία αξίζει στα συνεχή και απολύτως αχρείαστα jump scares, που έρχονται χωρίς καμία αφήγηση ή συναισθηματική προετοιμασία, σαν να πατάει κάποιος το κουμπί του τρόμου κάθε πέντε λεπτά για να μας κρατήσει ξύπνιους. Και αυτό, δυστυχώς, γίνεται εξαντλητικό. Ο τρόμος θέλει ρυθμό, ατμόσφαιρα, χτίσιμο, όχι κραυγές σε κενό.
Αν πετύχετε το «Τελευταίο Σταθμό Ροκαφόρτ» στο δρομολόγιο της κινηματογραφικής εβδομάδας, μην μπείτε στον συρμό από περιέργεια. Δεν πρόκειται για ταξίδι στο ασυνείδητο ή για κάθοδο σε κάποιον κινηματογραφικό τρόμο. Είναι απλώς μια διαδρομή χωρίς στάσεις, χωρίς φρένα και, το χειρότερο, χωρίς προορισμό. Στο τέλος, το μόνο που θα τρομάξετε... είναι με το πόσο βαρεθήκατε.