Το 1975 η Μασσαλία, εκτός από πολυσύχναστο λιμάνι κι ατμοσφαιρικό θέρετρο, είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα των καρτέλ, ο κύριος προμηθευτής ηρωίνης των Η.Π.Α. Ο δικαστής Πιερ Μισέλ αναλαμβάνει να ξεσκεπάσει το εγκληματικό δίκτυο, τη «La French Connection» σε μια αποστολή που θα διαρκέσει πάνω από δεκαετία. Απέναντί του θα βρει τον Τόνι Ζαμπά, τον αδίστακτο βαρόνο των ναρκωτικών κι ανάμεσα στους άντρες θα εξελιχθεί μια προσωπική αντιπαλότητα καθοριστική για τις ζωές και των δυο.

Οχι, δεν πρόκειται για ριμέικ του «French Connection», παρότι η ταινία παρακολουθεί την ίδια, ακριβώς, πραγματική ιστορία, μόνο από άλλη πλευρά. Αντίθετα, ο Χιμένεζ, απομακρύνεται από τη σκληρή, ωμή, υπόγεια ατμόσφαιρα του Φρίντκιν και εμπνέεται περισσότερο από μια αντρική σχέση στο ύφος του «Heat» του Μάικλ Μαν, με την αισθητική του Μάρτιν Σκορσέζε στο «Καζίνο». Κι αν αυτό ακούγεται σαν copy cut, σημαίνει επίσης ότι ο Χιμένεζ είναι πανέτοιμος για μια πετυχημένη καριέρα στην Αμερική, μόλις τον φωνάξουν.

Η μεγαλύτερη ομορφιά της ταινίας βρίσκεται στον τρόπο που αναπαριστά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όχι μόνο στα ντεκόρ και τα ρούχα, αλλά ακόμα και στην ποιότητα της κινηματογραφικής εικόνας. Η παραλία της Μασσαλίας καίγεται από τον ήλιο και τις βρώμικες συνειδήσεις, τα χλιδάτα, ανοιχτά πλάνα διαδέχεται η ταραχή της κάμερας στο χέρι όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και τα μεγαλύτερα εγκλήματα στήνονται δίπλα στους φοίνικες, πλάι στο κύμα, ενώ περνούν γυαλιστερά κάμπριο αυτοκίνητα.

Πέρα απ’ αυτό, το φιλμ μοιάζει σα να προσπαθεί πάρα πολύ να είναι «όπως θα έπρεπε», να στηθεί για μια μεγάλη, αμερικανικού τύπου αμερικανική, big gudget ταινία, ώστε ξεχνά την ένταση και το συναίσθημα, την ουσία και το βάρος. Χάνει συχνά το ρυθμό της με αμέτρητες, περιττές λεπτομέρειες που απομακρύνουν το βλέμμα απ’ αυτό που βρίσκεται στο κέντρο της: τον ανταγωνισμό δυο αντρών που, ενάντια στη θέλησή τους, παρά τα αντίθετα στρατόπεδά τους, μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό.

Καθώς ο Ζιλ Λελούς, στο ρόλο του Ζαμπά, ξεχειλίζει, όπως πάντα, αντρικό κύρος και τεστοστερόνη, ο Ζαν Ντιζαρντέν, παρά τη γοητεία και τις απίθανες φαβορίτες του, μοιάζει ν’ ανασαίνει πιο ελεύθερα στην κωμωδία και να βρίσκει δυσκολία να επιβληθεί σ’ ένα βαρύ, εσωστρεφή ρόλο.