Ούτε τη Φοντάνα ντι Τρέβι θα ταυτίζαμε με τα βρεμένα κάλλη της Ανίτα Eκμπεργκ αν δεν είχε φτιάξει ο Φελίνι την εμβληματική αυτή ταινία, ούτε τους παπαράτσι θα ξέραμε πώς να πούμε, ούτε την ξέγνοιαστη ζωή των άλλων πώς να χαρακτηρίσουμε σκωπτικά. Εν προκειμένω, ούτε ο Γούντι Aλεν θα είχε σκαρφιστεί τις «Διασημότητες» του, ούτε η Κόπολα τους «Χαμένους στη Μετάφραση», πιθανότατα ούτε ακόμη ο Αντονιόνι το «Μπλόου Απ». Και ούτε και θα υπήρχε η φημισμένη σκηνή στο «Goodbye Lenin!», με το ομότιτλο άγαλμα να «χαιρετά» εξ ουρανού το Ανατολικό Βερολίνο κρεμάμενο από ένα ελικόπτερο, καθ’ ομοίωση εκείνου του Ιησού που «αγκαλιάζει» τη Ρώμη στα πρώτα πλάνα του «La Dolce Vita».
Η εναρκτήρια αυτή σκηνή, που εξόργισε το Βατικανό του ’60, δίνει εξαρχής το στίγμα του φιλμ. Πίσω από το ελικόπτερο που κουβαλά τον Ιησού πετάει ένα άλλο, με επιβάτη τον Μαρτσελίνο, 30άρη ρεπόρτερ κοινωνικών ειδήσεων. Τον οποίο για την υπόλοιπη φιλμική διάρκεια θα ακολουθήσουμε στη Ρώμη των πλουσίων και των προβεβλημένων, να περιπλανιέται άλλοτε γοητευμένος κι άλλοτε πνιγμένος στην αποστροφή. Επιδείξεις μόδας, πολυτελή πάρτι, φανταχτερά νυχτερινά κέντρα. Επιπόλαιες γνωριμίες, πρόσκαιρες σεξουαλικές επαφές και περιπτύξεις με μια διάσημη χολιγουντιανή σταρ, ενώ η μνηστή περιμένει απαρηγόρητη στο σπίτι. Ο Μαρτσελίνο έχει χαθεί προσωπικά στον κόσμο των ειδώλων που καλύπτει επαγγελματικά. Θρησκευτικών και κοινωνικών, ιερών και βέβηλων.
Αιχμάλωτη η χώρα σε μια πένθιμη ειδωλολατρία. Η παλιά Ιταλία λαχταρά ακόμα περισσότερα θαύματα μετά τον σαρωτικό πόλεμο (η θέαση της Παρθένου από δύο παιδάκια είναι άλλο ένα «θαύμα» που θα κληθεί να καταγράψει ο Μαρτσελίνο), η νέα βλέπει τα δικά της στον κόσμο των μπορζουάδων και της σόου μπίζνες. Όλοι κυνηγούν μια εικόνα να τους παραμυθιάσει -και οι φωτορεπόρτερ κάνουν τα πιο τρελά ακροβατικά για να τους την εξασφαλίσουν. Τσίρκο παντού, όπου και να κοιτάξεις. Όχι όμως το κυριολεκτικό που ανέκαθεν λάτρευε ο Φελίνι (και στο οποίο θα επανέλθει πολλάκις αργότερα), αλλά πλέον το μεταφορικό. Όχι η αρχαία τέχνη και το αγνό θέαμα που εκπέμπεται από το ανθρώπινο σώμα, αλλά μια μασκαράτα που κρύβει πίσω της το απόλυτο κενό.
Αλίμονο ωστόσο, τραγωδίες σφραγίζουν το τέλος της ημέρας, σχεδόν της κάθε από τις επτά που ορίζουν την καταγραφή της πορείας του Μαρτσελίνο. Η παραμελημένη μνηστή αποπειράται να αφαιρέσει την ίδια της τη ζωή. Ο γερό-πατέρας, που επισκέπτεται την πόλη για μια μέρα, σαγηνεύεται από τη νυχτερινή ζωή, αλλά αρρωσταίνει από το βάρος της και φεύγει βιαστικά. Ο δε συγγραφέας φίλος του ήρωα, ο μόνος σκεπτόμενος άνθρωπος του περιβάλλοντός του, που θωρούσε το σκότος και τη γαλήνη της νύχτας βιτρίνα της κόλασης, σκοτώνει τα δυο του παιδιά και αυτοκτονεί.
Για τον Φελίνι, είναι ένας θάνατος που απελευθερώνει μια ανείπωτη υπαρξιστική κραυγή. Και, εντεταγμένος όπως είναι στο φάσμα μιας ψηφιδωτής αφηγηματικής δομής που υπαγορεύεται αυστηρά από τη σημειολογία, μαρτυρά τo οριστικό του πέρασμα από τον νεορεαλισμό στον μοντερνισμό, στα χνάρια των μεταβατικών έργων των συγχρόνων του ομοεθνών Αντονιόνι (με την «Κραυγή», το 1957) και Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του», το 1960). Ποτέ ξανά, ούτε καν με το «8 ½», δε θα καταφέρει ο «μάγος» να επαναλάβει τούτο το αριστουργηματικό τρικ.