O Κόμης Δράκουλας τηρεί την υπόσχεση στην μακαρίτισσα γυναίκα του να κρατήσει την μικρή τους κόρη μακριά από τους επικίνδυνους, εκδικητικούς ανθρώπους με τους πυρσούς, τα σκόρδα και τα θανάσιμα παλούκια. Ετσι, κατασκευάζει ένα απόρθητο και απρόσιτο κάστρο-ξενοδοχείο τεράτων: πίσω από σκοτεινά έλη, στοιχειωμένα δάση και μακάβρια νεκροταφεία, η κορούλα του θα μεγαλώσει ανενόχλητη και ασφαλής μέσα στους αιώνες. Αυτό που δεν έχει προβλέψει όμως είναι η ανήσυχή της εφηβεία (θέλει πλέον να βγει και να γνωρίσει τον κόσμο και, ω ναι, τους ανθρώπους) αλλά και την περίπτωση ενός αντίστοιχα περίεργου έφηβου τουρίστα, ο οποίος έχοντας άγνοια κινδύνου καταφθάνει στο ξενοδοχείο του, εισχωρεί στον κόσμο των απέθαντων και ερωτεύεται την νεαρή βαμπιρίνα. The horror, the horror!
Ο τρόμος μπροστά στην διαφορετικότητα και η άγνοια της πραγματικής φύσης του άλλου ως το πιο απειλητικό στοιχείο για την ανθρώπινη φύση, είναι ένα μήνυμα που όλοι δεχόμαστε με ανοιχτή καρδιά και καλή διάθεση. Ποιος είναι το πραγματικό τέρας, από ποιον προφυλάσσουμε τα παιδιά μας και τι καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει η άρνησή μας να δούμε την απέναντι πλευρά – όλα καταγράφονται σ’ αυτή την παιδική animation κωμωδία με ξεκάθαρες πινελιές.
Βέβαια ούτε το στοιχείο του υπερπροστατευτικού πατέρα είναι κάτι το καινούργιο, ούτε το κόντρα-παιχνίδι των ανθρώπων ως τα πραγματικά τέρατα είναι πλέον κινηματογραφικά ριζοσπαστικό. Αυτό που προσπαθεί να κάνει ο διάσημος τηλεοπτικός σκηνοθέτης καρτούν Γκέντι Ταρτακόφσκι πατώντας σε αρκετά κλισέ και στερεότυπα είναι να συνδυάσει μία animation ταινία για όλη την οικογένεια, με το vampire ρεύμα της εποχής και μία παλιομοδίτικα σπιντάτη (σαν καρτούν του Tex Avery) κωμωδία.
Από την πρώτη σεκάνς οι ρυθμοί είναι σαρωτικοί, τα gags των χαρακτήρων αυτοαναφορικά (από το cookie monster στον sandman και από τον αόρατο άνθρωπο στον Φρανκεστάιν) και η υπερβολή (μουσικής, χορευτικών, ατάκας) επιχειρεί να ξεσηκώσει το κοινό, δημιουργώντας του την αίσθηση υπερθεάματος.
Δεν το πετυχαίνει. Δεν υπάρχει ούτε το ευρηματικό σενάριο (που θα κλείσει το μάτι στον ενήλικο θεατή και θα συγκινήσει τον μικρό – ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς βλέπει), ούτε το ριζοσπαστικό σκίτσο, για αυτό τελικά, ούτε και η σκηνοθετική μαεστρία του Ταρτακόφσκι (έτσι όπως την έχει αποδείξει στα τηλεοπτικά του animation) μπορεί να κάνει πολλά.
Αντ’ αυτού μας μένει μία non-stop καταιγιστική επίφαση looney tunes «τρέλας», μία απομίμηση «muppet show» εξυπνακίστικης ατάκας, μία τυπική, γραμμική, προβλέψιμη ιστορία πατέρα-παιδιού, μία «ασφαλής» (χωρίς ρίσκο) οικογενειακή ταινία. Δεν την αντιπαθείς, κατανοείς ότι οι μικροί θεατές θα την εκτιμήσουν σ’ ένα υγιές πρώτο επίπεδο, δεν σε σταματούν όλα αυτά από το να βαριέσαι.
Δυστυχώς, τέτοιου είδους προσπάθειες δέχονται τα δίκαια παλούκια στην καρδιά από τον άμεσο, πρόσφατο ανταγωνισμό: όταν η Pixar μιλάει για τη διαφορετικότητα σ’ ένα εντελώς άλλο επίπεδο (κοινωνικό, σεναριακό, σκηνοθετικό, σχεδιαστικό), όταν ο Τιμ Μπάρτον διανύει την τρίτη δεκαετία όπου ρίχνει ζεστούς προβολείς στο τέρας που κρύβουμε μέσα μας, όταν το animation έχει ένα απαιτητικό ενήλικο κοινό με μεγάλες προσδοκίες, οφείλεις να ανασκουμπωθείς να ανακαινίσεις το ξενοδοχείο σου ή να ρίξεις τις τιμές και να αποδεχτείς αυτό που είσαι: δύο αστεριών.