Η 14χρονη Μαρία, μεγαλωμένη μέσα σε μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, αποφασίζει να θυσιαστεί ακολουθώντας τον δρόμο του μαρτυρίου του Ιησού, για να γιατρευτεί ο μικρός αδερφός της. Ενοχλητικό όσο καρφιά στις παλάμες και βασανιστικό σαν υπαρξιακή αγωνία λίγο πριν από τον θάνατο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σκηνή του «Kreuzweg», ξεκινάει στο κατηχητικό, όπου ένας ιερέας διδάσκει μια ομάδα παιδιών, επαναλαμβάνοντας μέχρι εξαντλήσεως τις διδαχές μιας κλειστής θρησκευτικής κοινότητας που πιστεύει στην παραδοσιακή καθολική πίστη, απορρίπτοντας οτιδήποτε μοντέρνο (από την ποπ μουσική μέχρι τα μεικτά αγοριών/κοριτσιών σχολεία) ως έργα του Σατανά.
Η 14χρονη (όχι τυχαία) Μαρία είναι η πιο πιστή της οικογένειάς της, που αποτελείται από μια δεσποτική μητέρα, έναν αόρατο πατέρα, δύο μικρότερα αδέρφια και ένα τετράχρονο αγόρι που δεν έχει ακόμη μιλήσει, κάτι που η Μαρία θέλει με οποιονδήποτε τρόπο - ακόμη και με το να θυσιάσει την ίδια της τη ζωή - να διορθώσει.
Η πορεία της προς τη... σταύρωση είναι μεθοδική, χωρισμένη σε 14 στάσεις-κεφάλαια που παίρνουν το όνομά τους από τη Βίβλο και αναπτύσσονται σε 14 μονοπλάνα με ελάχιστη κίνηση της κάμερας και κορυφούμενη αγωνία και σκληρότητα - καθώς η Μαρία αρχίζει να υποκύπτει στην ανορεξία, να αμφισβητεί όλο και περισσότερο τα επίγεια και να μπερδεύεται ανάμεσα σε ένα αθώο φλερτ από ένα συνομίληκό της αγόρι και το bullying που υφίσταται στο σχολείο για τις ανορθόδοξες επιλογές της που υποκινούνται από την αυστηρή θρησκευτική της ατζέντα.
Με ένα εικαστικό αποτέλεσμα που θυμίζει τα γεωμετρικά σινεμασκόπ του Ούλριχ Ζάιντλ (αλλά όχι και τον μισανθρωπισμό που τον χαρακτηρίζει), ο Μπρίγκερμαν είναι ταυτόχρονα τρυφερός απέναντι στην ηρωίδα του, αλλά και σατιρικά επικριτικός απέναντι στις επιλογές της, διανθίζοντας με ειρωνικό χιούμορ κάθε μικρό ή μεγάλο βήμα της αυτοθυσίας της, παράγοντας έτσι μια διαλεκτική με τον θεατή που δεν μένει στην απλή παρατήρηση αλλά εκτείνεται σε μια κατακεραύνωση της θρησκευτικής πόρωσης και της γονεϊκής αδιαφορίας που έχει εναποθέσει κάθε της καθήκον στο όνομα του Χριστού.
Χωρίς να αποβάλλει το χαρακτήρα του ως μια ταινία που μιλάει για τη θρησκεία, τη διαστρεβλωμένη εφαρμογή της στις σύγχρονες κοινωνίες, τον φανατισμό που μπορεί να οδηγήσει στην τραγωδία και την επαναδιαπραγμάτευση μιας ολόκληρης χώρας (της Γερμανίας) με την πίστή της, το φιλμ του Μπρίγκερμαν θα μπορούσε, ωστόσο, να ειδωθεί και ως μια ταινία για τη βιαιότητα της ενηλικίωσης, μια βασανιστική διαδρομή ανάμεσα στα πρέπει και τα όχι μιας ολόκληρης κοινωνίας που προτιμά να απαγορεύει από το να καθοδηγεί ένα μπερδεμένο νέο κορίτσι που ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του και ανινχεύει τις εξόδους κινδύνου από την οικογενειακή ασφυξία.
Στο ρόλο της Μαρίας, η πρωτοεμφανιζόμενη Λέα Βαν Ακεν κουβαλά εκτός από το σταυρό της και όλο το φιλμ του Μπρίγκερμαν, σε μια σπαρακτική ερμηνεία, που σώζει τις επί μέρους αδυναμίες της ταινίας - κυρίως την επαναληπτικότητα του «τι θέλει να πει», σε μια διαδρομή ταυτόχρονα βασανιστική και λυτρωτική.