Αύγουστος. Εξάρχεια. Καλλιδρομίου, Θεμιστοκλέους, λόφος του Στρέφη. Τρεις κολλητοί φίλοι, ο Φοίβος, ο Ανδρέας και ο Σάββας , ξενυχτάνε στις γνώριμες γειτονιές των Εξαρχείων όπου μεγάλωσαν, δώδεκα ώρες πριν εγκαταλείψουν μόνιμα την Αθήνα. Ενα χρόνο πριν, είχαν ορκιστεί να μαζέψουν χρήματα για να εγκατασταθούν μαζί στο Βερολίνο, αναζητώντας νέες ευκαιρίες με προοπτικές. Στη διάρκεια της βραδιάς και λίγο πριν το ταξίδι, απρόβλεπτα γεγονότα βγαίνουν στην επιφάνεια, που θα αποκαλύψουν άγνωστες πτυχές της ζωής των τριών φίλων.
Δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο ο Στέλιος Καμμίτσης προσπαθεί να φτιάξει μια νεανική ταινία στα πρότυπα μιας αμερικάνικης δραμεντί, τοποθετώντας στο κέντρο της ιστορίας του τρεις φίλους που, έχοντας αποφασίσει να εγκαταλείψουν για πάντα αυτή τη χώρα, περνάνε το τελευταίο βράδυ τους στην Ελλάδα τριγυρίζοντας στα Εξάρχεια.
Το ζητούμενο του Καμμίτση δεν είναι ο ρεαλισμός. Η αφήγηση του ξεκινά με μια φανερά ποπ αισθητική, φωτογραφίζοντας ακόμη και την Αθήνα με το βλέμμα ενός νεανικού ενθουσιασμού, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με νότες ρομαντισμού, σε κάθε περίπτωση όπως θα την έβλεπε ένας νέος που την αγαπά τόσο πολύ ώστε να μην νιώθει καμία συγκίνηση που θα φύγει μακριά της.
Στην ίδια ατμόσφαιρα – ενός φευγαλέου σουρεαλισμού – αντιμετωπίζει και τους ήρωες του, τρία αρχέτυπα μιας εφηβικής συστολής ανάμεσα σε αυτό που νομίζουν ότι είναι και αυτό που στην πραγματικότητα είναι, ανάμεσα σε αυτό που νομίζουν ότι θα τους αλλάξει τη ζωή και αυτό που τελικά θα σταθεί καθοριστικό για το μέλλον τους.
Οσο τα «Κωλόπαιδα» προχωρούν βαθύτερα στην νύχτα που θα αλλάξει τη ζωή των τριών αγοριών, ο Καμμίτσης περιγράφει απλές νεανικές αναζητήσεις, δυναμικές πάνω στη φιλία και τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο σαν ένα κομμάτι ζωής που ακριβώς επειδή είναι τόσο ασήμαντο καταλήγει να γίνεται σημαντικό.
Κάπου εκεί, όμως, όταν τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν και μαζί τους η ταινία χάνει τον ποπ προσανατολισμό της, o Καμμίτσης μοιάζει να στέκει αμήχανος απέναντι σε όσα διαδραματίζονται. Το ίδιο αμήχανοι μοιάζουν και οι τρεις φωτογενείς πρωταγωνιστές του, οι οποίοι μοιάζουν διαρκώς εγκλωβισμένοι σε ένα «στημένο» παίξιμο, αταίριαστο με όσα θα επέβαλλε η ηλικία τους.
Ολοι μαζί οδηγούνται σε ένα αδικαιολόγητο φινάλε που δεν έχει χτιστεί ούτε σεναριακά ούτε σκηνοθετικά, χάνοντας έτσι ακόμη και την αίσθηση του «μοιραίου» που είναι φανερό πως θέλει να προσδώσει στην ύπαρξη του ο Καμμίτσης.
Βαραίνοντας κι αυτό με τη σειρά του μια ταινία που αν είχε μείνει πιστή στην ναίφ ελαφρότητα με την οποία ξεκινάει θα μπορούσε να πει πολλά περισσότερα για τη γενιά της «κρίσης» και το βίαιο χάσιμο της αθωότητας.
Τώρα απλά πέφτει στην παγίδα της σύγκρισης όχι μόνο με το συγγενές θεματικά αλλά στιβαρά εκτελεσμένο «Wasted Youth» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, αλλά κυρίως και με την ίδια την πραγματικότητα.
Μπροστά της, τα «Κωλόπαιδα» μοιάζουν απλά...κωλόπαιδα.