Εμβληματικό θεατρικό έργο της γαλλικής κωμωδίας, έχει διασκευαστεί ακόμα δύο φορές για το σινεμά (το 1933 από τον Λουί Ζουβέ και το 1951 από τον Γκι Λεφράνκ, και πάλι με τον Ζουβέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο), μπόλικες για την τηλεόραση κι έχει δώσει την αφορμή για δεκάδες ελεύθερες μεταφορές. Αυτή τη φορά, η κυρίως σεναριογράφος και ενίοτε σκηνοθέτης Λορέν Λεβί, παραθέτει την ιστορία στην οθόνη, με φωτεινό ντεκόρ, αλλά χαρακτήρες και συγκρούσεις τόσο παλιομοδίτικες και ανώδυνες που μοιάζουν πιο ντεμοντέ από το αυθεντικό έργο.
Ο Δρ. Κνοκ, πτυχιούχος παθολόγος, καταφθάνει σ' ένα μικρό, όμορφο και τακτοποιημένο χωριό των Αλπεων, τη δεκαετία του '50. Εχει σπουδάσει στη Μασσαλία και, κυρίως, έχει μάθει καλά πώς να καμουφλάρει το εγκληματικό παρελθόν του. Καθώς οι κάτοικοι είναι υγιέστατοι, ο Κνοκ, σε συνεργασία με το φαρμακοποιό του χωριού, θα βαλθεί να τους πείσει ότι όλο κι από κάτι πάσχουν, γεμίζοντας τις τσέπες του με ολοένα αυξανόμενες αμοιβές. Ταυτόχρονα, με την αρρενωπή αύρα του και το κοσμοπολίτικο κύρος του, θα γοητεύσει τόσο το χωριό, που κανείς δεν θα σκεφτεί να τον αμφισβητήσει. Ωσπου το σκοτεινό παρελθόν τού Κνοκ θα έρθει να τον συναντήσει, την κρισιμότερη στιγμή.
Λαμπερός ήλιος, φωτεινή φύση, χαριτωμένα σπιτάκια, γραφικοί κάτοικοι, από την εύθυμη χήρα ως τον φιλόδοξο παπά, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή τη στερεοτυπική κομεντί, που τοποθετείται και πάλι τη δεκαετία του '50, χωρίς, ωστόσο, καν, η Λεβί να επιχειρήσει να μεταφέρει έστω τους κοινωνικούς προβληματισμούς, για τα αταίριαστα ρομάντζα και την ανθρώπινη υποκρισία σε μια πλησιέστερη εποχή.
Ο Ομάρ Σι, πάντα επιβλητικός, με παιχνιδιάρικο βλέμμα και λαμπερό χαμόγελο, κάνει ό,τι μπορεί για να γεμίζει την οθόνη, πράγμα όχι δύσκολο, αλλά δεν είναι αρκετός. Αν το πρώτο μέρος της ταινίας, με την παρουσίαση των διλημμάτων και των διασκεδαστικών ηρώων, περνά ανάλαφρα, το δεύτερο οδηγείται σε μικρές μελοδραματικές στροφές και μια γλυκερή επίλυση που μυρίζει ναφθαλίνη, χωρίς να έχει αποπειραθεί να δώσει στην ιστορία μια στοιχειώδη αίσθηση ρεαλισμού, ή έστω ένα δείγμα ότι η κοινωνία έχει αλλάξει τα τελευταία εβδομήντα χρόνια.