Ο Ρουπάζοφ είναι ο πρώην πυροσβέστης που μια γενναία επιχείρηση καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αλλά ο Ρουπάζοφ είναι αποφασισμένος να σταθεί στα δυο του πόδια, πάση θυσία. Τουλάχιστον, έτσι όπως η ιστορία του ξετυλίγεται στο κόμικ των έφηβων Ζόλικα και Μπάρμπα που επίσης πάσχουν από κινητικά προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρουπάζοφ, που φέρει μικρές ομοιότητες και με τον πατέρα του Ζόλικα, θα εμφανιστεί στον «πραγματικό» κόσμο και θα παρασύρει τα δυο αγόρια σ' έναν αγώνα ταχύτητας με τη ζωή, με όχημα τα αμαξίδια.
Σ' αυτόν τον αγώνα, ο Ρουπάζοφ θα διδάξει στ' αγόρια τα μυστικά της ωριμότητας. Θα τους βάλει να οδηγούν αυτοκίνητο. Θα τους βγάλει στα κλαμπ να πιουν και να ξεφαντώσουν. Θα τους πείσει ότι η ζωή υπάρχει για να τη ζεις πατώντας στα δυο σου πόδια, έστω και καθιστός. Ακόμα σημαντικότερο, θα τους μάθει ότι μπορείς πολύ εύκολα να διαπράττεις τα τρομερότερα εγκλήματα, από ληστεία μέχρι φόνο και να τη σκαπουλάρεις με άνεση: γιατί κανείς, ποτέ, δε θα υποψιαστεί τον ανάπηρο στο καροτσάκι!
Ο Ούγγρος Ατίλα Τιλ, τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του χαρακτηρίζεται από την άνοδο του ρατσισμού, παρουσιάζει μια ταινία που δε μιλά για τον ρατσισμό, απλώς τον αποκλείει, οριστικά, στην πράξη. Οι δυο πρωταγωνιστές του είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί, οι ίδιοι με τα κινητικά προβλήματα των ηρώων τους και, πράγματι, στέκονται θαυμάσια απέναντι στον Ζάμπολτς Θουρόζι του «White God». Οι τρεις τους συνθέτουν ένα αταίριαστο γκρουπ έτοιμο για περιπέτεια, σ' ένα φιλμ που διατρέχει τα είδη, από το βαλκανικό γουέστερν στο γκανγκστερικό θρίλερ κι από την εφηβική κομεντί στο υπερηρωικό animation.
Κρατώντας σταθερή την κάμερά του (στο ύψος ενός ανθρώπου που κάθεται, για την ακρίβεια), μπροστά στους ήρωές του επίμονα από την αρχή, κάνει πρώτα τον θεατή να νιώσει άβολα με τη σωματική παραμόρφωση ή αδυναμία, για να το υπερβεί αμέσως με τη μέθοδο της εξοικείωσης και του χιούμορ. Η πλοκή είναι προβλέψιμη, αλλά οτιδήποτε άλλο δεν είναι. Με μια θεαματική σκηνή φόνου στο μέσο του, το φιλμ του Ατίλα Τιλ είναι ελαφρύ και διασκεδαστικό, χειριζόμενο ανθρώπους και ήθη που έχουν μάθει να ζουν στο σκοτάδι της διάκρισης. Και δεν το κάνει βαρυσήμαντα, αλλά με την πιο αφοπλιστική διάθεση για κινηματογραφικό και κοινωνικό παιχνίδι.