Το να πιστεύει κάποιος πλέον πως η ελληνική εμπορική κωμωδία μπορεί να σε εκπλήξει ευχάριστα με μια ταινία που δεν θα (ξε)πέφτει σε διάφορα σεξιστικά, ρατσιστικά, ομοφοβικά και άλλου τέτοιου είδους αστεία για να σε κάνει να γελάσεις, είναι σαν να πιστεύει κάποιος στις θεωρίες συνομωσίας πως η πανδημία είναι ένα μεγάλο ψέμα – απλά δεν είναι αλήθεια.
Και τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλές τέτοιου είδους ταινίες οι οποίες είναι σαν να έχουν βάλει κάποιο στοίχημα μεταξύ τους για να αποδείξουν πως η μια μπορεί να είναι χειρότερη από την άλλη (δες την τριλογία του «Bachelor» και το «Χαλβάη 5-0»). Αλλά να που δέκα χρόνια μετά το «I Love Karditsa»,του πρωτεργάτη του είδους Στράτου Μαρκίδη, ο ίδιος επιστρέφει στον τόπο του (κινηματογραφικού) εγκλήματος με ένα σίκουελ που πραγματικά δεν ζήτησε κανείς για να δείξει πως, ναι, υπάρχει νέος πάτος για το ελληνικό σινεμά.
Μεγάλες ίντριγκες, επενδύσεις δολαρίων, απάτες μέσα σε σκάνδαλα, κρυφά πάθη, θαυματουργά προϊόντα και μια σειρά από μπερδέματα, με φόντο την εξωτική Καρδίτσα.
Ετσι περιγράφεται η πλοκή της ταινίας «Karditsa Forever» που εδώ που τα λέμε είναι το τελευταίο πράγμα που σε νοιάζει βλέποντάς την. Γραμμένο στο πόδι κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί το πως πήρε το πράσινο φως να γυριστεί μια τέτοιου είδους ταινία, όπου η λογική έχει πάει περίπατο, η πλοκή ακόμα ψάχνεται στα αζήτητα σε ένα ήδη γεμάτο σαχλές και κλισέ αναφορές, ρατσιστικά και σεξιστικά σχόλια και ένα αφόρητα βαρετό σενάριο, χωρίς ούτε το στοιχειώδες χιούμορ, όπου συνεχίζεται ακόμα και όταν νομίζεις πως έχει τελειώσει και τελειώνει όταν ακόμα νομίζεις πως συνεχίζεται.
Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, χωρίς ούτε το στοιχειώδες επίπεδο κινηματογραφικής παραγωγής, η ταινία φαίνεται να συναγωνίζεται άλλες ταινίες του Μαρκίδη (μην θυμηθείτε, ανάμεσα σε πολλά, τα «Γαμπροί της Ευτυχίας», το «Θησαυρό», το «Μαζί τα Φάγαμε»), τόσο στην κακογουστιά, την φτήνια, με ακόμα πιο τραγικά κοστούμια και περούκες (η ξανθιά καούκα της Τάνιας Τρύπη είναι ο πραγματικός σταρ της ταινίας) όσο και στην έλλειψη σκηνοθεσίας, όπου απλά βλέπεις τους ηθοποιούς να πηγαίνουν από το ένα πλάνο στο άλλο χωρίς καμία απολύτως καθοδήγηση και ένα μοντάζ που απλά προκαλεί πονοκέφαλο.
Ναι, το «Karditsa Forever» είναι τόσο χάλια όσο περιμένεις, ένας ακόμα θρίαμβος του κακού γούστου και της αρπαχτής που σίγουρα θα φέρει κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αλλά είναι και μια ακόμα επιβεβαίωση της θλιβερής κατάστασης στην οποία βρίσκεται το ελληνικό εμπορικό σινεμά εδώ και χρόνια, όπου δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον πάτο στο οποίο – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας – χώθηκε από μόνο του μέσα με άπλετη άνεση. Και όσο υπάρχει και το κοινό που το υποστηρίζει, τόσο αυτός ο πάτος θα γίνεται ολοένα και πιο βαθύς. Ελπίζουμε όχι forever.