Βασισμένο στα απομνημονεύματα του θανατοποινίτη Γουόλτερ ΜακΜίλαν, το φιλμ του Κρέστιν Ντάνιελ Κρέτον (πιο γνωστού για τις συνεργασίες του με την Μπρι Λάρσον στο «Short Term 12» και «The Glass House») αφηγείται την αληθινή ιστορία του απόφοιτου του Χάρβαρντ Μπράιαν Στίβενσον, ο οποίος, εν έτει 1989, αποφασισμένος να βοηθήσει όσους δεν μπορούν λόγω χρημάτων να έχουν νομική εκπροσώπηση, θα φτάσει στην Αλαμπάμα, στην πτέρυγα των θανατοποινίτων. Εκεί θα βάλει σκοπό της ζωής του να «καθαρίσει» το όνομα και να σώσει από την ηλεκτρική καρέκλα τον άδικα κατηγορούμενο μαύρο Γουόλτερ ΜακΜίλαν, ο οποίος συνελήφθη με μοναδική μαρτυρία ως βάση αυτή ενός άλλου κατηγορούμενου που ως αντάλλαγμα κατάφερε να εξασφαλίσει μια ελαφρότερη ποινή.

Δεν έχει σημασία αν γνωρίζει κανείς την έκβαση της ιστορίας και αν τελικά ο ΜακΜίλαν αθωώθηκε ή κατάφερε να γλιτώσει τη θανατική ποινή. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο στην ιστορία αυτού του ανθρώπου είναι το γεγονός πως λίγο πριν την αυγή του 21ου αιώνα, στην ίδια πολιτεία που φιλοξενεί το θρυλικό μουσείο του «To Kill A Mockingbird» (επειδή εκεί γράφτηκε το «εθνικό» best seller της Χάρπερ Λι και στο δικαστήριο της πολιτείας εξάσκησε τη δικηγορία ο πατέρας της, πρότυπο για τον ήρωα του Γκρέγκορι Πεκ στο ομότιτλο φιλμ του Ρόμπερτ Μάλιγκαν), ένα ολόκληρο σύστημα αφαιρεί παράνομα από τους μαύρους το τεκμήριο της αθωότητας και επιπλέον τους θεωρεί εκ προοιμίου ένοχους εγκλημάτων.

Δυναμικό αν και συμβατικό στη γραφή του, το «Just Mercy» κοιτάζει κατάματα την ειρωνία και προσπαθεί - με απλό όσο και απλοϊκό τρόπο - να περάσει το μήνυμά του, σημαντικότερο εδώ από την ίδια την κινηματογραφική αξία μιας ταινίας που εξαντλείται στο να εξηγήσει αναλυτικά πως στήνονται οι αδικίες παρά να ψάξει βαθύτερα στον παραλογισμό ενός συστήματος που χτίστηκε δεκαετίες ολόκληρες πάνω στις προκαταλήψεις, το μίσος και την έλλειψη συντονισμένης αντίστασης.

Το δίπολο της μαύρης κοινότητας της πολιτείας της Αλαμπάμα που νιώθει σαν δεύτερο δέρμα την αδικία και την περιφρόνηση ενός ολόκληρου συστήματος και από την άλλη του νεαρού, γεμάτου φιλοδοξία και ελπίδα, μαύρου δικηγόρου που νομίζει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο κλείνοντας και τους δικούς του ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν, λειτουργεί συναισθηματικά, αλλά μόνο με τον τρόπο που γνωρίζεις ακριβώς πως θα εξελιχθούν όλα από την αρχή μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Χτισμένο πάνω στα κλισέ ενός οποιουδήποτε δικαστικού δράματος, το «Just Mercy» δεν παρεκκλίνει - για καλό ή για κακό του - προσφέροντας την απόλαυση του genre αλλά όχι και το πέρασμα σε μια πιο κινηματογραφική διάσταση.

Από τις δύο διαστάσεις των από τη φύση τους πολυδιάστατων ζητημάτων που βρίσκονται στον πυρήνα του, ξεφεύγουν και γίνονται εν δυνάμει μεγαλύτεροι από την ίδια την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν οι βασικοί πρωταγωνιστές (ανάμεσα σε ένα σπουδαίο καστ με υπέροχους δεύτερους ρόλους της Μπρι Λάρσον και του Τιμ Μπλέικ Νέλσον) της: ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν - εδώ στη δεύτερη φύση του ενός εξαιρετικά ταλαντούχου δραματικού ηθοποιού και φυσικά ο Τζέιμι Φοξ στο ρόλο του θανατοποινίτη, σε μια «οσκαρικού» μεγέθους ερμηνεία που είναι αδύνατον να μην συγκινήσει, ευτυχώς όχι με τον φτηνό τρόπο που φωνάζει, αλλά τον άλλο που περνάει τη συγκίνηση μέσα από τις σιωπές και τα βλέμματα. Αλλά μέχρι εκεί. Γιατί οι μεταξύ σκηνές τους είναι λίγες και από τη γνωριμία μαζί τους και λίγο μετά, γίνονται κι αυτοί κομμάτια ενός δικαστικού θρίλερ που παρακολουθείς εύπεπτα, αλλά που σίγουρα έχεις ξαναδεί.