Ο Στιβ Τζομπς ήταν ο ιδρυτής της Apple, η οποία ξεκίνησε από το γκαράζ του πατρικού του σπιτιού στα τέλη της δεκαετίας του 70, και το φθινόπωρο του 2012 ήταν η πιο πλούσια εταιρία στον κόσμο. Ο Τζομπς όμως, ο οποίος πέθανε από καρκίνο το φθινόπωρο του 2011, ήταν πολλά παραπάνω από έναν CEO τεχνοκράτη, ή έναν απλά χαρισματικό οραματιστή, ή ένα ασυμβίβαστα ακόρεστο για νέες τεχνολογίες geek. Ηταν ιδιοφυής. Ηταν ο άνθρωπος που έκανε το αδύνατο, δυνατό. Κι αυτός που ενέπνεε κι όλο το περιβάλλον του να ακολουθήσει στην ξέφρενη κούρσα για το καλύτερο, το νεότερο, το πρωτοποριακό. Ηταν ένας από τους τρελούς που πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει, στον τομέα του, τον κόσμο. Κάθε MacBook, iPad, iPod, iPhone εκεί έξω αποδεικνύει ότι τα κατάφερε. Αυτή η ταινία φιλοδοξεί να μας διηγηθεί τα καλά, τα κακά και τα άσχημα της ζωής και του έργου του.

Δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό γιατί ο σεναριογράφος Ματ Γουίτλι και ο σκηνοθέτης Τζόσουα Μάικλ Στερν επέλεξαν να αφηγηθούν τρεις δεκαετίες σε 128 λεπτά - ένα πείραμα που έχει αποδείξει ότι κινηματογραφικά αποτυγχάνει. Ειδικά όταν έχεις απέναντί σου μία σύνθετη προσωπικότητα που θα όφειλες να είχες φωτίσει σε βάθος. Η καλή πρόθεση να διηγηθείς χρονολογικά την ιστορία στο θεατή, σε δεσμεύει ακριβώς σε αυτό: απλή εξιστόρηση. Μοιράζεις την ταινία σου σε βινιέτες, τσαλαβουτάς σε γεγονότα, αναπαραστείς «ιστορικές» στιγμές, αλλάζεις χτενίσματα και ρούχα στο πέρασμα του χρόνου. Σπασμωδικά, αποκομμένα, χωρίς φυσική συναισθηματική συνέχεια. Σαν καλογυαλισμένη τηλεταινία. Κι αυτό φαίνεται περίτρανα, όταν επιχειρεί κανείς να πάει βαθύτερα από την επιδερμίδα. Στο «jOBS», οι συγκρούσεις, οι κομβικές σκηνές των εκρήξεων με τους συνεργάτες, η απομάκρυνση από την Apple, η συγκίνηση της επιστροφής μοιάζουν με ξένο, προβαρισμένο σώμα. Δεν είναι ενσωματωμένες στο λειτουργικό της ταινίας. Σε πετάνε έξω.

Η περιήγηση από τα αντιδραστικά φοιτητικά LSD χρόνια, στο γκαράζ-γραφεία του πατρικού και στο τραπέζι συνεδριάσεων της πιο κερδοφόρας εταιρίας στον πλανήτη -ενώ κάπου ενδιάμεσα έχουν υπάρξει δυόμιση μελό σκηνές στην ποβληματική προσωπική ζωή του νεαρού Τζομπς- μοιάζουν να έχουν πρωταρχικό μέλημα την φυσική ομοιότητα του πρωταγωνιστή με τον αληθινό ιδρυτή της Apple. Και η αλήθεια είναι ότι ο Αστον Κούτσερ τον έχει μελετήσει στην λεπτομέρεια. Το καμπουριαστό, χοροπηδητό βάδισμα. Το ανήσυχο, πονηρό, σπινθηροβόλο βλέμμα. Η κυμματιστή, γεμάτη νεύρο, αλλά και παύσεις ομιλία του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μας έχει βάλει στο μυαλό του. Ή τις ανησυχίες του. Ή, τολμάμε να πούμε, την ψυχή του. Καθώς σενάριο και σκηνοθεσία δεν έχτισαν στιγμές ωστικής δύναμης μέσα στην ταινία, σαν εκείνες που ένας ηθοποιός μπορεί να πιάσει τον θεατή από τα σωθικά, αλλά κι επειδή ο Κούτσερ είναι περιορισμένων δυνατοτήτων, η προσωπικότητα του Τζομπς παραμένει άγνωστη κι αφώτιστη όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους.

Αν μάλιστα, αναπόφευκτα, συγκρίνεις τι είδες με το «The Social Network» των Ααρον Σόρκιν/Ντέιβιντ Φίντσερ καταλαβαίνεις πώς το σινεμά πρέπει να πλησιάζει τους αληθινούς ήρωές του. Κάθετα, όχι οριζόντια. Να τους ανατομεί, όχι να τους περιγράφει. Να τους απογυμνώνει, όχι να τους αγιοποιεί. Να τους καταννοεί, όχι να τους μιμείται.

Είναι δυστυχώς ειρωνικό. Ο πιο τεχνολογικά καινοτόμος, αδιάλλακτα τελειομανής κι εξαιρετικά αυστηρός στην αισθητική του οραματιστής της σύγχρονης ιστορίας κατέληξε με μία παλιομοδίτικη κινηματογραφική βιογραφία που δεν λειτουργεί. Περίμενες να σε συναρπάσει σαν το τελευταίο iPad και κάποιος σου έφερε το Apple III.