Ο Ρενέ Κλεμάν μπορεί να μνημονεύεται στις μέρες μας κυρίως για το «Γυμνοί στον Ηλιο» («Plein Soleil», 1960), την κορυφαία κατά πολλούς κινηματογραφική μεταφορά του «Ταλαντούχου Κύριου Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ, με την αλησμόνητη παρουσία του Αλέν Ντελόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν όμως στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και πριν από τη σαρωτική επέλαση του νέου κύματος της νουβέλ βαγκ, ο σημαντικότερος Γάλλος σκηνοθέτης παγκοσμίως.
Κι αν ο απόηχος του έργου του ατόνησε μέσα στα χρόνια, εν μέρει λόγω του πολέμου που δέχθηκε από τον Φρανσουά Τριφό για τον ακαδημαϊσμό του, το «Απαγορευμένα Παιχνίδια» («Jeux Interdits», 1952) στέκει ακόμα και σήμερα ως ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα.
Γυρισμένο το 1952 και χαρακτηρισμένο έκτοτε ως το πιο συγκινητικό δράμα που γυρίστηκε ποτέ με πρωταγωνιστές παιδιά, το «Απαγορευμένα Παιχνίδια» αφηγείται την ιστορία της μικρής Πολέτ, η οποία χάνει τους γονείς της στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τη μεγάλη φυγή των κατοίκων του στη γαλλική επαρχία. Η Πολέτ, αφού θα περιπλανηθεί μόνη της με τον νεκρό σκύλο της στην αγκαλιά της, θα συναντήσει τον Μισέλ, ένα αγροτόπαιδο που θα την περιθάλψει και θα την οδηγήσει στη δική του οικογένεια. Τα δύο παιδιά θα αποκτήσουν εμμονή με το θάνατο και θα φτιάξουν κρυφά από τους μεγάλους ένα δικό τους νεκροταφείο με τα διάφορα ζωντανά που πεθαίνουν στο αγρόκτημα. Οι σταυροί που θα κλέψουν από το νεκροταφείο του χωριού για να διακοσμήσουν τους τάφους θα τους βάλουν σε περιπέτειες και θα προκαλέσουν την αντίδραση των μεγάλων, οι οποίοι δε θα μπορέσουν να κατανοήσουν αυτά τα “απαγορευμένα” παιχνίδια τους.
Μέχρι να φτάσει στην τελική μορφή της, η ταινία του Κλεμάν πέρασε τη δική της μεγάλη περιπέτεια. Το αρχικό σενάριο του Φρανσουά Μπουαγιέ, γραμμένο λίγο μετά το τέλος του πολέμου, είχε μείνει στα αζήτητα κι είχε απορριφθεί πολλές φορές από τους Γάλλους παραγωγούς, οι οποίοι δεν έβρισκαν τίποτα το ενδιαφέρον σε μια τόσο σκοτεινή (και μη προσοδοφόρα, εννοείται) ιστορία, με αποτέλεσμα ο Μπουαγιέ να το μετατρέψει τελικά σε βιβλίο, το οποίο, παρά το γεγονός ότι στη Γαλλία δεν προκάλεσε αίσθηση, είχε τεράστια επιτυχία στην Αμερική. Αυτή η επιτυχία ήταν που κέντρισε το ενδιαφέρον του Κλεμάν, ο οποίος σε συνεργασία με τους δύο σταθερούς σεναριογράφους του, Πιερ Μποστ και Ζαν Οράνς, μετέφερε τελικά την ιστορία του Μπουαγιέ στη μεγάλη οθόνη, αρχικά ως μικρού μήκους ταινία, μέρος μιας σπονδυλωτής ταινίας με θέμα τα παιδιά στον πόλεμο, κι εν τέλει, όταν το σχέδιο εκείνο ναυάγησε, ως ταινία μεγάλου μήκους, η οποία μετά την απροθυμία του Φεστιβάλ Καννών να την εντάξει στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα (όπου τελικά προβλήθηκε έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόρριψη), θριάμβευσε τόσο στη Βενετία, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα, όσο και στα Oσκαρ της επόμενης χρονιάς, με ένα ειδικό τιμητικό βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας, αφού η κατηγορία δεν είχε ακόμα θεσμοθετηθεί.
Αυτό που παραμένει ακόμα και σήμερα συγκλονιστικό στην ταινία του Κλεμάν είναι το πώς καταφέρνει να προκαλεί συγκίνηση χωρίς μελοδραματισμό και περιττούς συναισθηματισμούς, υιοθετώντας την αφοπλιστική ειλικρίνεια των δύο μικρών πρωταγωνιστών της, δύο παιδιών που προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο να κατανοήσουν τη φρίκη των όσων διαδραματίζονται γύρω τους και να συμφιλιωθούν με την ιδέα της θνητότητας. Ανόθευτοι ακόμα από τους συμβιβασμούς και τους περιορισμούς της θρησκείας και της κοινωνικής ευπρέπειας, η Πολέτ και ο Μισέλ βλέπουν το θάνατο ως ένα παιχνίδι κι ως τη μεταξύ τους συνωμοσία απέναντι στον κόσμο των μεγάλων, έναν κόσμο εχθρικό και παράλογο.
Η μικρή Πολέτ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θάνατο αγγίζοντας το μάγουλο της νεκρής μητέρας της που κείτεται άψυχη δίπλα της μετά το βομβαρδισμό και μετά ψηλαφεί το δικό της, προσπαθώντας να κατανοήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο και μαθαίνοντας για πρώτη φορά πόσο κοντινή και μακρινή ταυτόχρονα είναι η απόσταση ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα. Στην ειδυλλιακή επαρχία, όπου ο πόλεμος είναι ένας μακρινός, αλλά πάντοτε παρών μέσα από τους ήχους των αεροπλάνων και των βομβαρδισμών, απόηχος, ο θάνατος θα γίνει ένα παιχνίδι, αφελές και σκοτεινό, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η αθωότητα σε έναν κόσμο από τον οποίο αυτή έχει χαθεί αμετάκλητα.
Αντιμετωπίζοντας τους μικρούς πρωταγωνιστές του με την ίδια σοβαρότητα την οποία αυτά επιδεικνύουν στο παιχνίδι τους, ο Κλεμάν κατάφερε όχι μόνο να απομακρυνθεί από το διδακτισμό και τη νουθεσία μιας παιδικής ταινίας, αλλά και να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από τον Ζορζ Πουζουλί, όσο (κυρίως) από την πεντάχρονη μόλις Μπριζίτ Φοσέ, η οποία επιλέχθηκε παρά την αρχική σεναριακή πρόβλεψη για ένα δεκάχρονο κορίτσι στο ρόλο. Στην αγγελική μορφή της, η οποία φωτίζεται σχεδόν μεταφυσικά από τον διευθυντή φωτογραφίας Ρομπέρ Ζουγιάρ, και στα τεράστια κι εκφραστικά της μάτια, ο Κλεμάν μπόρεσε να αντικατοπτρίσει την αμφισημία ανάμεσα στην αθωότητα που παλεύει να σωθεί και τη σχεδόν νεκροφιλική εμμονή, κι η αμεσότητα της ερμηνείας της έγινε έκτοτε το σημείο αναφοράς και σύγκρισης για όλες τις ταινίες με ήρωες παιδιά που ακολούθησαν.
Το βλέμμα της μικρής Πολέτ και η δραματική της έκκληση στον μοναδικό φίλο που απέκτησε ποτέ στο τέλος, σε συνδυασμό με την κλασική έκτοτε μουσική του Ναρσίσο Γιέπες (άλλο ένα συστατικό στοιχείο της τεράστιας επιτυχίας της ταινίας) προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης παγκοσμίως (αν και στη Γαλλία η ταινία δέχθηκε κριτική για τη γλαφυρή απεικόνιση της αγροτικής τάξης) σε ένα μεταπολεμικό κοινό που είχε ανάγκη να συμφιλιωθεί με τη σειρά του με τη φρίκη από την οποία σταδιακά και δειλά ανέκαμπτε.
Εβδομήντα χρόνια μετά, τα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» παραμένουν ακόμα μια αποκαλυπτική κινηματογραφική απεικόνιση της μοναδικής δύναμης που έχουν τα παιδιά μέσα από την καθαρότητα της ψυχής τους να μετατρέπουν το σκοτάδι σε φως.