Αν θεωρήσουμε το «The Bourne Legacy» του 2012, με τον Τζέρεμι Ρένερ, ως μια ελαφρώς άνοστη παρένθεση, το δίδυμο Πολ Γκρίνγκρας - Ματ Ντέιμον επιστρέφουν στην οθόνη εννέα χρόνια μετά την τελευταία τους περιπέτεια, για ν' αποδείξουν ότι, στ' αλήθεια, εκείνοι έχουν τον έλεγχο της... κληρονομιάς του Τζέισον Μπορν. Και το κάνουν με ένταση και θαυμάσια σκοτεινή διάθεση.

Με την έναρξη της ταινίας, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: ο Μπορν, ο χωρίς μνήμη έκπτωτος πράκτορας, είναι κατεστραμμένος, έχει καταντήσει να παίζει σε βρώμικους αγώνες πάλης στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βιοπορίζεται - και να αυτοτιμωρείται. Ο δρόμος θα τον οδηγήσει στην ταραγμένη από τις διαδηλώσεις Αθήνα (όχι, τα γυρίσματα δεν έγιναν εδώ, η παραγωγή, χωρίς κίνητρο από την ελληνική πολιτεία, προτίμησε την Ισπανία), όπου θα συναντήσει μια παλιά μας φίλη, τη Νίκι Πάρσονς, η οποία έχει περάσει «από την άλλη πλευρά» και θα του δώσει αρχεία με κρατικά μυστικά, «πιο αποκαλυπτικά κι απ' του Σνόουντεν». Ετσι, ο Τζέισον θα βρεθεί αντιμέτωπος με την παγκόσμια κατασκοπεία, με το παρελθόν του που ξετρυπώνει στις πιο ανεπιθύμητες στιγμές, με την αλήθεια για τον πατέρα του και με μια νεαρή προσθήκη στη CIA, με τη μορφή της Αλίσια Βικάντερ, φιλόδοξη κι αποφασισμένη, η οποία χρησιμοποιεί όλη τη διεισδυτική τεχνολογία για να τον εντοπίσει και να τον παγιδεύσει. Την ίδια ώρα, ο διοικητής της CIA, ο Ρόμπερτ Ντιούι του Τόμι Λι Τζόουνς, κάνει πλάτες σ' έναν καινούριο, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο, επιχειρηματία του διαδικτύου (ο Ριζ Αχμέντ του «The Night of»), ζητώντας ως απλό αντάλλαγμα πρόσβαση στα προσωπικά στοιχεία... ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Διατρέχοντας αποστάσεις από την Αθήνα στο Λονδίνο κι από το Ρέικιαβικ στην αμερικανική Δυτική Ακτή, ο Πολ Γκρίνγκρας δε χάνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο τη συγκέντρωση στις προθέσεις του. Αυτός εδώ ο Τζέισον Μπορν φέρει το βάρος και τον επιπλέον μηδενισμό της ηλικίας του, η αντι-ηρωική διάστασή του είναι ακόμα πιο πικρή και η συνομωσία επίκαιρα παγκόσμια. Η δράση είναι διαρκής, ξετυλίγεται χωρίς ανάσα, αλλά και χωρίς κινήσεις εντυπωσιασμού: διοχετεύεται στους μεγάλους, πολυσύχναστους αστικούς δρόμους, για να νιώσουμε ότι τίποτα γύρω μας δεν είναι ασφαλές. Η αγωνία είναι εντατική και βρώμικη, μ' ένα ύφος ξεχωριστά ρεαλιστικό για mainstream περιπέτεια. Κι αν η αναπαράσταση της Αθήνας είναι εκπληκτική, από τις διαφημίσεις των οπτικών Ορασις ως τις στάσεις λεωφορείων και τη μηχανή της ελληνικής αστυνομίας που καβαλάει ο ήρωας, άλλο τόσο αληθοφανές είναι ολόκληρο το σύμπαν του: απειλητικό και χωρίς διέξοδο.

Μέσα σ' αυτό - και μέχρι, τουλάχιστον, την αυτοκινητοκαταδίωξη του φινάλε που μοιάζει βγαλμένη από άλλη, πιο fast και πιο furious, ταινία - ο Ματ Ντέιμον αναδεικνύεται ζοφερός βασιλιάς. Κοντά του, αντίθετα, η Τζούλια Στάιλς είναι απλώς περαστική, ο Τόμι Λι Τζόουνς πατενταρισμένος, ο Ριζ Αχμέντ ενσαρκώνει έναν ήρωα στερεοτυπικό, ο Βενσάν Κασέλ μοιάζει να έχει μπερδέψει ποια, ακριβώς, καρικατούρα υποδύεται αυτή τη φορά. Μόνο η Αλίσια Βικάντερ, ψυχρή, συγκρατημένη και ατμοσφαιρική, περνά τις εξετάσεις που θα την οδηγήσουν, υποθέτουμε, να ξανασυναντήσει τον Τζέισον Μπορν και στην επόμενη κινηματογραφική περιπέτειά του.