Προς το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σε ένα εβραϊκό γκέτο που βρίσκεται σε κάποια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ο Εβραίος Γιάκομπ ακούει τυχαία από το γερμανικό ράδιο ότι οι Ρώσοι νικούν στο Μέτωπο και πλησιάζουν προς το μέρος τους. Οταν μεταβιβάζει την είδηση στους συγκρατούμενούς του, κανείς δεν το πιστεύει, έτσι για να γίνει πιστευτός, τους λέει πως ο ίδιος είναι παράνομα κάτοχος ενός ραδιοφώνου. Η είδηση κυκλοφορεί αμέσως σ' ολόκληρο το γκέτο και ο Γιάκομπ γίνεται ξαφνικά το πιο σημαντικό πρόσωπο, στο οποίο οι απελπισμένοι Εβραίοι εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους. Ετσι, ο Γιάκομπ υποχρεώνεται να επινοεί συνεχώς ειδήσεις για την εξέλιξη των μαχών. Τα νέα ανεβάζουν το ηθικό της κοινότητας και ο Ιάκωβος βρίσκεται στο δίλημμα να αποκαλύψει την αλήθεια ή να τους κρατήσει στην εφησυχαστική πλάνη τους;

H ιστορία πίσω από τη δημιουργία του «Ιάκωβου του Ψεύτη», της πιο διάσημης ταινίας της Ανατολικής Γερμανίας και αυτής που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Οσκαρ και το Φεστιβάλ του Βερολίνου αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως πρώτη ύλη για ένα αμερικανικό ριμέικ το 1999 με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, μοιάζει σήμερα πιο ενδιαφέρουσα από την απλή και σε στιγμές απλοϊκή ιστορία του Εβραίου που γίνεται ο ήρωας της ημέρας επειδή αρχίζει να διαδίδει ψευδείς ειδήσεις για την επικείμενη απελευθέρωση - που φυσικά δεν θα έρθει ποτέ.

Ηταν 1963, όταν ο σεναριογράφος Γιούρεκ Μπέκερ θέλησε να μετατρέψει σε σενάριο μια ιστορία που είχε ακούσει από τον πατέρα του για έναν Εβραίο στο γκέτο του Λοτζ που ρισκάροντας να εκτελεστεί από τους Γερμανούς μετέφερε ειδήσεις στην κοινότητά του από ένα ραδιόφωνο που κρατούσε κρυφά στο διαμέρισμά του. Το σενάριο έφτασε ολοκληρωμένο στο στούντιο της DEFA, της θρυλικής εταιρίας που είχε αναλάβει την κινηματογραφική παραγωγή στην Ανατολική Γερμανία το 1965, ενώ ο Φρανκ Μπάιερ, ένας από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες της εποχής του είχε ζητήσει και αναλάβει τη σκηνοθεσία.

Στα τέλη του 1965, η κινηματογραφική παραγωγή της Ανατολικής Γερμανίας κατηγορήθηκε ότι ερχόνταν σε σύγκρουση με το Μαρξιστικό ιδεώδες. Περίπου δώδεκα παραγωγές απαγορεύτηκαν, ανάμεσα στις οποίες και το «Spur der Steine» του Φρανκ Μπάιερ με αποτέλεσμα η παραγωγή του «Ιάκωβου του Ψεύτη» να σταματήσει οριστικά. Η απόρριψη της ταινίας ανάγκασε τον Μπέκερ να μετατρέψει το σενάριο του σε μυθιστορήμα, το οποίο εκδόθηκε το 1969 και έγινε μια μεγάλη εκδοτική επιτυχία – και στην Δυτική Γερμανία αλλά και εκτός γερμανικών συνόρων. Η επιτυχία ήταν τέτοια που το τηλεοπτικό δίκτυο ZDF της Δυτικής Γερμανίας ζήτησε από τον Μπέκερ να κάνουν το βιβλίο τηλεοπτική ταινία, αλλά ο Μπέκερ πλησίασε ξανά τον Μπάιερ και τον έπεισε να συνεχίσουν την προσπάθεια της παραγωγής της ταινίας στην Ανατολική Γερμανία.

Θα χρειαζόντουσαν ακόμη μερικά χρόνια μέχρι η ταινία να μπει σε τελική παραγωγή, να βρει πηγές χρηματοδότησης (τελικά η ταινία ήταν μια συμπαραγωγή της DEFA και της DEF – της κρατικής τηλεόρασης της Ανατολικής Γερμανίας) και τελικά να βγει στις αίθουσες. Πριν την προβολή της, η DEFA έκανε μια δοκιμαστική προβολή και υπολόγισε πως δεν θα δουν την ταινία περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι, οπότε και υπερίσχυσε η γνώμη της DEF να προβληθεί η ταινία πρώτα στην τηλέοραση.

Η ταινία παίχτηκε (ασπρόμαυρη) στις 22 Δεκεμβρίου του 1974 και είχε εκατομμύρια θεατές, πράγμα που ανέκοψε την κινηματογραφική της καριέρα όταν βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 1975. Η ταινία, όμως, ήταν ήδη μια διεθνής επιτυχία, βρήκε διανομή σε 25 χώρες (μόλις πέντε ανήκαν στο Ανατολικό Μπλοκ), έγινε δεκτή από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (στη Δυτική Γερμανία) κερδίζοντας βραβείο για τον υπέροχο πρωταγωνιστή της και έγινε η μόνη ταινία της Ανατολικής Γερμανίας που προτάθηκε ποτέ για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Μυθικός, μέσα στις διαστάσεις που πήρε σε χρόνια που μια ταινία που περνούσε το τείχος του Βερολίνου έπρεπε να διασχίσει ταυτόχρονα την πολιτική παράνοια που συντήρησε για τουλάχιστον μια δεκαετία τη διχοτόμηση μιας ολόκληρης χώρας, ο «Ιάκωβος ο Ψεύτης» συγκινεί ακόμη και σήμερα, κυρίως για την απλότητα με την οποία αφηγείται μια σπαρακτική ιστορία για την ανάγκη της ελπίδας - κάτι που έκδηλα πιο ζωηρά έκανε χρόνια αργότερα ο Ρομπέρτο Μπενίνι με το «Η Ζωή είναι Ωραία».

Συγκινεί επειδή δεν προσποιείται τίποτα εκτός από την αμεσότητα της ιστορίας που αφηγείται, απαλλαγμένος από βαρίδια πολιτικής προπαγάνδας ή υπέρμετρου μελοδραματισμου, ρίχνοντας το βάρος του στη μοναχική διαδρομή ενός ανθρώπου (πραγματικά υπέροχος ο Τσέχος Βλαστιμίλ Μπρόντσκι) που προσπαθεί να ενσαρκώσει την ελπίδα και να αλλάξει την ιστορία όπως (τρομακτικά) γράφεται πάνω στην καθημερινότητα στο εβραϊκό γκέτο της Πολωνίας.

Οσο, όμως, ο Μπάιερ διατηρεί λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και την τραγικότητα και οσο το φιλμ του βρίσκεται με τα πόδια στη Γη, αλλά και με μια αδιόρατη ποιητική που πηγάζει περισσότερο από τον παραλογισμό μιας από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ανθρωπότητας, άλλο τόσο είναι στιγμές που ο «Ιάκωβος ο Ψεύτης» μοιάζει παρωχημένος, απλοϊκός και σε διακριτή απόσταση από ό,τι θα τον έκανε κάτι κάτι παραπάνω από ένα «ιστορικό» φιλμ που σχολιάζει ιδανικά μια ολόκληρη εποχή όπου η αλήθεια και το ψέμα έχαναν επανειλημμένα το νόημά τους.