Η - γνωστή στην πλεινότητα των Ισπανών - ιστορία του Ενρίκ Μάρκο, ο οποίος (αυτο)παρουσιάστηκε ως επιζών που κατάφερε να αποδράσει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, κλέβοντας επί της ουσίας την ταυτότητα ενός θύματος του Ολοκαυτώματος και αναλαμβάνοντας μάλιστα την προεδρία της Ισπανικής Ενωσης Εκτοπισμένων προτού η απάτη του αποκαλυφθεί, αποτελεί μία εξαιρετικά ενιδαφέρουσα υπόθεση σφετερισμού που έχει ήδη εμπνεύσει ένα ντοκιμαντέρ, καθώς και το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο του Χαβιέρ Θέρκας με τίτλο «Ο Απατεώνας».
Παρόλο που η ιστορία φέρει έντονα μετα-μυθοπλαστικά στοιχεία, καθώς αφορά έναν άνθρωπο που σκηνοθέτησε ο ίδιος τους όρους της ύπαρξής του, η νέα ταινία των Τζον Γκαράνιο και Αϊτόρ Αρεγκί παραμένει, στην ουσία της, ένα κλασικό, ανθρωποκεντρικό δράμα, το οποίο χτίζει την έντασή του γύρω από το βάρος ενός τεράστιου ψέματος, αφήνοντας παράλληλα να αιωρείται διαρκώς το ερώτημα πίσω από το κίνητρο του βασικού ήρωα του.
Στα θετικά ενός κατά τα άλλα προβλέψιμου, γραμμικά παρουσιασμένου σεναρίου συγκαταλέγεται το γεγονός ότι η απάντηση δεν δίνεται ποτέ, τουλάχιστον ευθέως. Ο Μάρκο δεν προσφέρει τις εξηγήσεις του τυπικού κινηματογραφικού απατεώνα. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με την ιστορία ενός ανθρώπου του οποίου το ψέμα έχει εμπωτίσει τόσο βαθιά κάθε πτυχή της ζωής του, σε βαθμό που εκπλήσσεται όταν αυτό αμφισβητείται, θεωρώντας πως ένα προσεκτικά δομημένο (και διαρκώς επαναλαμβανόμενο) αφήγημα μπορεί να ταυτιστεί με την αλήθεια.
Οι αρετές της ταινίας μοιάζουν μάλλον αναμενόμενες σε συνάρτηση με τις προσδοκίες που συνοδέυουν τη θέασή της. Η στιβαρή ερμηνεία του Εντουάρντ Φερνάντεθ ξεχωρίζει, ενώ η νευρική κινηματογράφηση σε στιγμές κρίσης έρχεται να συμπληρώσει άρτια την καλοζυγισμένη μουσική επένδυση της Αραζάνζου Καλέχα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το «Μάρκο: Μια Επινοημένη Αλήθεια» έχει κάθε πρόθεση να φωτίσει με ακρίβεια το πώς ένας ηλικιωμένος, γελαστός άνδρας, με χαρισματική ομιλία και έμφυτη τάση για αυτοπροβολή, κατόρθωσε να κερδίσει την αποδοχή των πολιτικών και του Τύπου χωρίς ουσιαστικά και τρανταχτά διαπιστευτήρια για το ποιος δηλώνει ότι είναι, το σενάριο διστάζει να διερευνήσει αποφασιστικά τη διάσταση της υπόθεσης που αφορά στην (ανα)κατασκευή της ιστορικής μνήμης βάσει συμφερόντων, μένοντας προσκολλημένο στη (συχνά φλατ) παρουσίαση των γεγονότων.