Δεν είναι ακριβώς εύκολο να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντι σε μια ταινία που ξεκινάει με το βιασμό μιας παρθένας που διατηρεί στο μπαλκόνι της γλάστρες με χασισόδεντρα από έναν αστυνομικό και συνεχίζει - αφού διασχίσει golden showers και διαγωνισμούς στύσης - με μια οργανωμένη εκδίκηση απέναντι στο θύτη και ουσιαστικά στο ίδιο το διεφθαρμένο πριν από τους πολίτες σύστημα που καταδυναστεύει την ελεύθερη έκφραση, τη σεξουαλικότητα και την οποιαδήποτε παρέκκλιση από το… νορμάλ.

Το ίδιο συνέβαινε και το σωτήριο έτος 1980, όταν η πρώτη ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ έβγαινε από τα σκοτάδια της movida - όπως έμεινε γνωστό το κίνημα αντικουλτούρας που επικράτησε στην Ισπανία, σε μουσική, σινεμά και τρόπο ζωής μετά το θάνατο του Φράνκο - για να συστήσει έναν απρόβλεπτο, αθυρόστομο, έτοιμο για όλα δημιουργό που, έχοντας χωνέψει αναφορές που ξεκινούν από τον Αντί Γουόρχολ και έφταναν με το έτσι θέλω μέχρι τον Τζον Γουότερς, άρχισε να συνθέτει το προσωπικό του σύμπαν.

Ολα όσα μέσα στα χρόνια γνωρίζουμε ως «αλμοδοβαρικά» βρίσκονται εδώ: οι μεγάλες bigger than life πρωταγωνίστριες - ηρωίδες (η Κάρμεν Μάουρα κάνει την αρχή σε ό,τι θα ακολουθούσε στο μεγάλο βιβλίο των γυναικών στο αλμοδοβαρικό σύμπαν), σκηνές που υπερβαίνουν (εδώ περισσότερο από ποτέ) το συμβατικό, ανατροπή με κάθε τρόπο του κυρίαρχου κοινωνικού μοντέλου, το βλέμμα στραμμένο στους περιθωριακούς ή στους «αόρατους» ανθρώπους της καθημερινότητας, κοστούμια και σκηνικά φτιαγμένα από τα έντονα χρώματα μιας χειροποίητης επανάστασης, ανορθόδοξες δράσεις και αντιδράσεις εκεί που δεν το περιμένεις ή δεν σε περιμένει από ανθρώπους που φέρονται φυσιολογικά όπως πιστεύουν οι ίδιοι και ένας χώρος, τόπος και πατρίδα που φλέγεται από την αμφισβήτηση, την ποδοπάτηση ιερών και οσίων, από ένα πνεύμα άναρχο, υπερσεξουαλικό, τρίτο δάχτυλο και γλώσσα έξω μαζί σε ό,τι ήταν το παρελθόν.

Χωρίς υπόθεση, χωρίς όμως και καμία συνοχή, με μοναδικό κέντρο βάρους το «ό,τι να ναι» μιας αθυρόστομης και προκλητικής για την πρόκληση διάθεσης, το πρώτο φιλμ του Αλμοδοβάρ είναι πεπερασμένο ήδη από πολύ νωρίς, γιατί εκτός από το fun του δειγματοληπτικού μιας ολόκληρης εποχής και του (μη) πολιτικού που ενδιαφέρει λιγότερο από το απολιτίκ, είναι πολύ λίγα αυτά που κάνουν την Πέπε, την Λούσι, την Μπομ και τα άλλα κορίτσια να ψελλίζουν κάτι περισσότερο από μια ιστορία που μοιάζει βγαλμένη από σκόρπιες σημειώσεις ενός σπουδαστή κινηματογράφου που συγκέντρωσε φίλους διατεθειμένους να κάνουν τα πάντα και αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία για να αποδείξει πως ο φασισμός δεν θα περάσει - και έτσι πρέπει - σε κανένα επίπεδο.

Μην κατεβείτε στους δρόμους. Αυτό μπορείτε να το κάνετε λίγα χρόνια μετά, όταν αυτό το δείγμα σινεμά κατάφερε να βρει και χρήματα και σεναριακή ορμή αλλά και ενός είδους αυτοσυγκράτησης για να αγγίξει επίπεδα «ψηλών τακουνιών» και λίγο αργότερα «γυναικών σε πρόθυρα νευρικής κρίσης». Εδώ, το μόνο που συνεχίζει να έχει νόημα ανάλυσης είναι η ευκολία με την οποία ο Αλμοδοβάρ βλασφημεί πάνω στο μαζικό, αφήνει σωματικά υγρά και αέρια προκειμένου να σκανδαλίσει και ολοκληρώνει ένα μωσαϊκό γυναικείας (και ελαφρά τρανσέξουαλ) χειραφέτησης που περίπου μισό αιώνα μετά προβληματίζει για την διαύγεια της κριτικής του.

Πιο ενδιαφέρουσα παραμένει η ματιά πάνω στην γυναικεία αλληλεγγύη που αγγίζει ομοερωτικές ατραπούς που δεν υποψιάζεσαι και αυτή η αίσθηση της νεότητας που κάνει τα πάντα να μοιάζουν δυνατά. Οποιαδήποτε απόπειρα να θεωρηθεί αυτό το ντεμπούτο κάτι σημαντικότερο από αυτό που είναι, το προδίδει ανεπανόρθωτα, στερώντας του ακόμη και την όποια διάθεση να αποτελέσει ένα ιδανικό movie night για φανατικούς του Αλμοδόβαρ που τώρα ανακαλύπτουν το «βρώμικο» παρελθόν του ή για αναλυτές που παροδικά θα νιώσουν την ίδια αίσθηση αμήχανης ελευθερίας που πρέπει να ένιωσαν οι θεατές που είδαν την ταινία εν έτει 1980 - εποχή σκοτεινή και συναρπαστική όσο και οι διαθέσεις του Ισπανού δημιουργού εν τη γενέσει του.