Μεγαλώσαμε, σκέφτηκε ο Μπιλ. Τότε νομίζαμε πως αυτό δε θα συμβεί σ’ εμάς. Αλλά συνέβη…

Αν πριν δυο χρόνια το πρώτο κινηματογραφικό κεφάλαιο του «Αυτό» κατάφερε να δείξει με ένα τολμηρό τρόπο τον τρόμο της παιδικής ηλικίας και της επικείμενης και αναπόφευκτης ενηλικίωσης, τότε το δεύτερο μέρος αποτελεί σίγουρα μια απελευθερωτική κάθαρση από τα παιδικά τραύματα που όλοι κουβαλάμε βαθιά μέσα μας σε ένα γλυκόπικρο, αλλά πάνω από όλα ανατριχιαστικό και επικό, φινάλε.

Υστερα από μια αρκετά γρήγορη περίληψη των γεγονότων του πρώτου κεφαλαίου, η ταινία μας μεταφέρει 27 χρόνια μετά από την πρώτη συνάντηση των μελών του Κλαμπ των Χαμένων με τον σατανικό κλόουν Πένιγουαϊζ, με τον καθένα από αυτούς, πλην του Μάικ, να έχουν φύγει από το Ντέρι και να ζουν την δική τους «επιτυχημένη» ζωή, έχοντας ξεχάσει όλα όσα συνέβησαν εκείνο το δραματικό καλοκαίρι του ’89. Αλλά ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα θα τους μαζέψει όλους μαζί πίσω σε αυτή την πόλη για να έρθουν αντιμέτωποι ξανά με τα τραύματα που έχουν καταχωνιάσει βαθιά μέσα τους. Εξάλλου, όπως αφηγείται και ο ίδιος ο Μάικ «είμαστε αυτά που πολλές φορές θέλουμε να ξεχάσουμε.»

Ο Μουσιέτι δείχνει ξεκάθαρα πως αυτή την φορά δεν θα παίξει, τουλάχιστον για μεγάλο μέρος της ταινίας, εκ του ασφαλούς. H απόφασή του να ξεκινήσει την ταινία με την σκληρή ομοφοβική επίθεση στον Αντριαν Μέλον στο λούνα παρκ - ενός γκέι άντρα που κοιτά κατάματα τους επικείμενους δολοφόνους του χωρίς φόβο - είναι ακριβώς η γροθιά στο στομάχι που χρειάζεσαι και το απαραίτητο συναίσθημα που τρυπώνει κάτω από το πετσί σου και μένει εκεί ως το τέλος. Είναι αυτή ακριβώς η προσωποποίηση του Κακού η οποία μετουσιώνεται από τους δράστες της επίθεσης στον Πένιγουαϊζ που κάνει την συγκεκριμένη σκηνή τόσο ανατριχιαστικά αληθινή και τόσο επίκαιρη, δίνοντας ένα πραγματικά δυνατό ξεκίνημα στη ταινία.

Αυτό το αρχέγονο κακό του μίσους και του φόβου είναι αυτό που κυριαρχεί και στο «Κεφάλαιο 2» κάνοντας το δεύτερο αυτό μέρος ίσως λιγάκι πιο ενήλικο από ότι ήταν η πρώτη ταινία. Πατώντας γερά σε ό,τι έκανε το βιβλίο τόσο αγαπημένο αλλά ταυτόχρονα και τόσο τρομαχτικό, ο σεναριογράφος Γκάρι Ντάουμπερμαν προσπαθεί να δώσει εδώ ψυχολογικό υπόβαθρο στους ήρωες του Κινγκ, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Ναι, τα περισσότερα από τα κλισέ που χρησιμοποιεί μπορεί να δείχνουν απλοϊκά, όπως το να μην τρέχεις μακριά από τα προβλήματά σου και να αντιμετωπίζεις του προσωπικούς δαίμονές σου, αλλά είναι τόσο όσο για να δώσει στο σενάριο το βάθος που χρειάζεται. Αλλάζοντας από τους μεγάλους Χαμένους στους μικρούς (και αντίθετα), το σενάριο του Ντάουμπερμαν πετυχαίνει να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα κυρίως στους χαρακτήρες της ταινίας ως μικρούς, αλλά και να τους κατανοήσεις και ως μεγάλους.

Σε αυτό βοηθά και η σκηνοθεσία του Μουσιέτι, ο οποίος μπορεί στην πρώτη ταινία να εξερεύνησε τα παιδικά τραύματα, αλλά εδώ παίρνει όλες αυτές τις φοβίες που ο καθένας από τους ήρωες έχει κλειδώσει βαθιά μέσα τους και τις μετατρέπει σε ανατριχιαστικές σκηνές με πινελιές διαστροφής και εικόνες - ενίοτε εφευρετικά τρομαχτικές και πάντοτε με τις σωστές δόσεις μαύρου χιούμορ. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Μουσιέτι ξέρει να διαχειρίζεται τον τρόμο σε κάθε του σκηνή. Το μυθιστόρημα του Κινγκ είναι πρωτίστως μια ιστορία ενηλικίωσης τυλιγμένη κάτω από επίπεδα υπαρξιακού/προσωπικού και (κάποιες φορές) κοσμικού τρόμου. Ο Μουσιέτι προσπαθεί να ξεχωρίσει κάποιες φορές αυτά τα δυο πετυχαίνοντας ένα αποτέλεσμα που μοιάζει κάπως αφελές και κλισέ, γεμάτο gore και κακά εφέ. Ευτυχώς όμως οι στιγμές αυτές είναι ελάχιστες, αλλά δεν παύουν να αφήνουν το στίγμα τους.

Η μεγάλη αδυναμία της ταινίας είναι και η δύναμή της. Και αυτή είναι η επική διάρκειά της. Μέσα στις περίπου 3 ώρες που διαρκεί, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι ο Μουσιέτι προσπαθεί να τραβήξει την ταινία από τα μαλλιά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Σίγουρα θέλει να είναι όσο πιο πιστός γίνεται στο έργο του Κινγκ και το πετυχαίνει, αλλά αυτό δεν γίνεται πάντα για καλό. Υπάρχει κι ένα λάιτ μοτίφ σε όλη την ταινία, πως ο μεγάλος συγγραφέας Μπιλ δεν κατάφερε να δώσει ένα καλό τέλος στο magnum opus του. Μια κριτική που άκουσε και ο ίδιος ο Κινγκ για το «Αυτό» για ένα φινάλε το οποίο απλά ξεφεύγει και είναι γεμάτο αταίριαστα με το υπόλοιπο έργο εξωφρενικές σκηνές. Πρόκληση που ο Μουσιέτι αντιμετωπίζει σοφά, πετώντας οτιδήποτε περιττό και με έμφαση στην ιστορία και στους χαρακτήρες της – το φως στο ζοφερό σύμπαν του Κινγκ, δίνοντας στην ταινία ίσως το φινάλε που της αξίζει.

Ολοι οι «μεγάλοι» παίζουν υπέροχα τους ρόλους τους, από την Τζέσικα Τζαστέιν και τον Τζέιμς ΜακΑβόι μέχρι τον Τζέι Ράιαν και Τζέιμς Ράνσον, είναι ο Μπιλ Χέιντερ στον ρόλο του μεγάλου Ρίτσι που καταφέρνει να σου κλέψει την καρδιά. Προσθέτοντας και μερικές νέες πτυχές στον χαρακτήρα του που δεν υπάρχουν στο βιβλίο, ο Χέιντερ παίζει με την πολυεπίπεδη προσωπικότητά του ήρωά του τον μετατρέπει σε έναν χαρακτήρα γεμάτο ψυχή ο οποίος προσφέρει άπλετο γέλιο και συγκίνηση. Φυσικά για άλλη μια φορά ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ στον ρόλο του Πένιγουαϊζ χάνεται μέσα σε αυτόν, όμως εδώ έχει περισσότερες ευκαιρίες να αναδείξει τον χαρακτήρα του σε κάτι το πιο διαβολικό και τρομαχτικό.

Το δεύτερο κεφάλαιο του «Αυτό» είναι ένα υπέροχο, αν και κάπως υπερφορτωμένο σε στιγμές, κλείσιμο της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου του Στίβεν Κινγκ. Σίγουρα όμως ένα υπέροχο κλείσιμο για εκείνες τις καλές και κακές στιγμές που αφήσαμε πίσω σαν παιδιά και πάντα έρχονται για να μας στοιχειώσουν. Αλλά και για να μας θυμίσουν πως τα τραύματα, μικρά ή μεγάλα, είναι αυτά που μας κάνουν δυνατούς, γενναίους, αληθινούς. Αυτή είναι η ζωή. Ολα τα υπόλοιπα, όπως και στο σύμπαν του Κινγκ, είναι σκοτάδι.