Στο μακρινό μέλλον δεν υπάρχουν χρήματα, μόνο χρόνος. Οι άνθρωποι έχουν γενετικά μεταλλαχτεί να γερνάνε μέχρι τα 25 τους, πεθαίνουν όμως στα 26. Εκτός αν κερδίσουν χρόνια - δουλεύοντας, κλέβοντας, σκοτώνοντας και παίρνοντας το χρόνο των πτωμάτων. Ειδικά bar codes ρολόγια στους καρπούς μετρούν αντίστροφα, επαναφορτίζονται, αφαιρούν και προσθέτουν λεπτά, ώρες, μέρες, αιώνες. Και όπως σε κάθε κοινωνία, έτσι και στην μελλοντική κάποιοι...φορούν Rolex. Οι πλούσιοι, κλέβοντας από τις μάζες, μπορούν να ζουν για πάντα, ξοδεύοντας προκλητικά αδιάφορα το χρόνο τους και σπαταλώντας το χρόνο του 99%. Στο γκέτο μίας υποβαθμισμένης εργατικής περιοχής, ένας αιωνόβιος πλούσιος βρίσκεται σε επιχείρηση αυτοκτονίας: προκαλεί με το φορτωμένο του ρολόι για να τον σκοτώσουν και να γλιτώσει από την άχαρη αιωνιότητα. Στον νεαρό εργάτη που τον σώζει από μια συμμορία χαρίζει όλο του το χρόνο και τον αφήνει αντιμέτωπο με την νέα του ζωή: στον κόσμο των πλουσίων, όπου όλοι τον θεωρούν επικίνδυνο εγκληματία.
Ο Αντριου Νίκολ, 14 χρόνια μετά το «Gattaca» και το «Truman Show», επιχειρεί μία ακόμα αλληγορική ανάγνωση του μέλλοντος, θέλοντας να πει πολλά για το παρόν. Η ιδέα του να θέσεις στην πράξη το ρητό «ο χρόνος είναι χρήμα» είναι εξαιρετική, η εκτέλεσή της όμως απογοητεύει. Ο Νίκολ μοιάζει να δουλεύει ένα σενάριο που εξαντλείται γρήγορα, δεν έχει παραπάνω βάθος από το προφανές, δεν προσφέρει ουσιαστικές ανατροπές, ούτε δεύτερες έξυπνες αναγνώσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Καταλήγει να προσφέρει μόνο ...τρέξιμο ενάντια στο χρόνο - προς τέρψη ενός νεαρότερου κοινού, το οποίο δε χρειαζόταν καν την ιδέα της αφετηρίας για να το παρακολουθήσει. Κρίμα.
Οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας οφείλουν να σε φέρουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου σ' ένα αφιλόξενο σύμπαν, όπου η επικινδυνότητα του περιβάλλοντος απειλεί την ανθρωπιά σου. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά. Σταδιακά όμως η επιδερμική, ανώφελη action πλοκή αρχίζει να κερδίζει φιλμικό χρόνο σε βάρος μίας πιο στιβαρής, μεστής εξέλιξης της ιστορίας. Απορίες που μένουν μετέωρες, τρύπες που δεν γεμίζουν, και δύο αταίριαστοι εραστές που οι ενδυματολόγοι έχουν βάλει στοίχημα να τους μετατρέψουν σε φουτουριστικό «Μπόνι και Κλάιντ» ζευγάρι - χωρίς επιτυχία.
Ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν είναι κακός, αλλά ούτε ιδιαίτερα χαρισματικός για να καλύψει όλες τις σεναριακές ελλείψεις με τη γοητεία της παρουσίας του. Εκείνη όμως που είναι εξαιρετικά αποτυχημένη επιλογή είναι η Αμάντα Σέιφριντ. Και σε κάνει να αναπολείς την Ούμα. Μία τέτοια ταινία απαιτεί ένα αιθέριο θηλυκό, σχεδόν εξωγήινο, που να σε πείθει ότι έρχεται από το μέλλον, ότι δεν υπάρχει. Η Σέιφριντ είναι ένα ωραίο κορίτσι που φορά περούκα. Τίποτα παραπάνω. Δεν έχει αύρα, χάρισμα, μαγεία.
Ισως προσωποποιεί όσα λείπουν και από την ταινία: την αύρα ενός απόκοσμου γοητευτικού σύμπαντος. Το χάρισμα μιας πλοκής που καθηλώνει. Την μαγεία του σινεμά επιστημονικής φαντασίας που το πιστεύεις και το ακολουθείς - κόντρα σε κάθε ρεαλισμό και σε κάθε χωρο...χρόνο.