Oταν εξηγείς την ποίηση, γίνεται κοινότυπη. Πώς μπορείς να ερμηνεύσεις άλλωστε τη μαγεία που δημιουργείται, όταν δύο αταίριαστες λέξεις συναντιούνται απροσδόκητα κι ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες σε έναν νέο κόσμο; Το ίδιο αταίριαστοι ήταν και οι δύο πρωταγωνιστές του «Ταχυδρόμου», ο διάσημος Χιλιανός ποιητής «του έρωτα και του κομμουνισμού» Πάμπλο Νερούδα και ο άσημος κι ασήμαντος Ιταλός ταχυδρόμος Μάριο Ρουόπολο. Συναντήθηκαν, ωστόσο, σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του '50 κι αυτή η απρόσμενη φιλία άνοιξε το ίδιο διάπλατα τις πόρτες σε μια άλλου είδους ποίηση: την κινηματογραφική.
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, το «Il Postino» του Μάικλ Ράντφορντ δεν χρειάζεται πλέον ιδιαίτερες συστάσεις, εκτός ίσως για τις γενιές εκείνες των σημερινών θεατών που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα το 1994 ή ήταν πολύ μικροί για να θυμούνται την τεράστια παγκόσμια επιτυχία αυτής της ιταλικής παραγωγής που έφτασε από το πουθενά μέχρι τις πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες το 1996 (μεταξύ των οποίων κι εκείνη για την καλύτερη ταινία), χωρίς καν να είναι η ταινία η επίσημη πρόταση της χώρας παραγωγής της για την ξενόγλωσση κατηγορία.
Κι αν οι πιο κυνικοί ισχυριστούν ότι αυτή η επιτυχία προέκυψε τόσο λόγω του τραγικού θανάτου του πρωταγωνιστή, σεναριογράφου και άτυπου συν-σκηνοθέτη Μάσιμο Τροίζι από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία μόλις 41 χρόνων λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση των γυσισμάτων, όσο και εξαιτίας της επιθετικής προώθησης της ταινίας από τον διαβόητο (για ολότελα διαφορετικούς τότε λόγους) Αμερικανό διανομέα της Χάρβεϊ Γουάινστιν, η αλήθεια είναι πως κανένα marketing δεν θα ήταν ικανό να καταστήσει οποιαδηποτε ταινία τόσο διαχρονικά αγαπητή και μάλιστα σε τόσο κόσμο, αν δεν ηταν η ίδια ένα αλησμόνητο έκτοτε υπόδειγμα λιτότητας και συναισθηματικής γενναιοδωρίας.
Παρά τη διάχυτη περί του αντιθέτου πεποίθηση (η οποία ούτως ή άλλως ελάχιστη σημασία έχει), ο «Ταχυδρόμος» δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά αποτελεί κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος με τίτλο «Ardiente Paciencia» και remake της ομότιτλης ταινίας του Χιλιανού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αντόνιο Σκαρμέτα. H δράση μάλιστα μεταφέρθηκε από τη Χιλή του 1969 του πρωτογενούς υλικού στο Κάπρι του 1952, όπου ο Νερούδα όντως παρέμεινε για αρκετούς μήνες κατά τη διάρκεια της τετραετούς εξορίας από τη χώρα του λόγω της κομμουνιστικής του δράσης.
Εκεί, η φαντασία των σεναριογράφων Ανα Παβινιάνο, Μάικλ Ράντφορντ, Φούριο Σκαρπέλι, και (κυρίως) Μάσιμο Τροίζι έπλασε και τοποθέτησε τον νεαρό Μάριο Ρουόπολο, έναν άνεργο και φτωχό γιο ψαρά, απρόθυμο να συνεχίσει την επαγγελματική παράδοση της οικογένειας, ο οποίος ως ένας από τους ελάχιστους κατοίκους του χωριού του που γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς γραφή και ανάγνωση, θα αναλάβει το προσωρινό πόστο της παράδοσης της αλληλογραφίας στον διάσημο επισκέπτη-εξόριστο του νησιού.
Ο ντροπαλός και αφελής ταχυδρόμος θα ενθουσιαστεί από την άφιξη του ποιητή και θα αρχίσει να διαβάζει το έργο του. Μέσω της καθημερινής του επαφής με τον Νερούδα, ο Μάριο θα ανακαλύψει τον πρωτόγνωρο γι’ αυτόν κόσμο της ποίησης, ενώ ο Χιλιανός ποιητής με τη σειρά του θα βρει στο πρόσωπο του νεαρού ταχυδρόμου έναν απρόσμενο φίλο και θα περάσει μαζί του ατέλειωτες ώρες συζητώντας για τα νοήματα των λέξεων, την πολιτική, το γράψιμο και, πάνω από όλα, για τις γυναίκες και τον έρωτα, αφού ο Μάριο εκτός από την ποίηση ή μάλλον ακριβώς λόγω αυτής, θα ερωτευτεί παράφορα την πανέμορφη συγχωριανή του Μπεατρίτσε Ρούσο. Γεννημένος ποιητής, αλλά χωρίς το απαραίτητο γλωσσικό υπόβαθρο, ο Μάριο θα ζητήσει τη συνδρομή του νέου φίλου του προκειμένου να εκφράσει τον έρωτά του, θα συνειδητοποιήσει όμως ότι η ποίηση δεν χρειάζεται απαραίτητα φιλολογικές γνώσεις, αλλά βρίσκεται παντού κι αρκεί απλώς να ανοίξεις την καρδιά σου σε αυτή.
Πατώντας στην μακρόχρονη παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού και υιοθετώντας την αφηγηματική οικονομία του και τον ουμανισμό του, ο «Ταχυδρόμος» αφηγείται μια απλή, κι ενδεχομένως απλόϊκή, όπως ακριβώς ο ήρωάς της, ιστορία, η οποία όμως διαθέτει μια σαρωτική συναισθηματική δύναμη, που την καθιστά ακαταμάχητη. Γεμάτη από τον πανέμορφο λόγο του Πάμπλο Νερούδα, ο ερωτισμός και ο λυρισμός του οποίου διαποτίζει το αντίστοιχης εικαστικής ομορφιάς ιταλικό τοπίο, η ταινία του Ράντφορντ διαθέτει εκείνη τη (λαϊκή) σοφία που δεν φωνάζει ποτέ τα μηνύματά της, αλλά αρκείται σε ένα ανεπάισθητο βλέμμα του πρωταγωνιστή της, δύο-τρεις λέξεις του ανθρώπου που την ενέπνευσε και σε μερικές νότες της βραβευμένης με Οσκαρ και κλασικής πλέον μουσικής του Λουίς Μπακάλοφ για να πλάσει με τα ταπεινά υλικά της έναν κόσμο απτό, αλλά και ξεχωριστό ταυτόχρονα, με τον ίδιο τροπο που το πετυχαίνει ένα ποίημα.
Καρδιά (τραγικά ειρωνική η λέξη) και ψυχή της ταινίας ήταν και θα παραμείνει για πάντα ο πρωταγωνιστής της, Μάσιμο Τροίζι, ένας ελάχιστα γνωστός εκτός των συνόρων της Ιταλίας μέχρι τότε κωμικός, ο οποίος παρά τα σοβαρότατα καρδιακά προβλήματα που αντιμετώπιζε συνεχισε τα γυρίσματα και ανέβαλε την εγχείρηση που ενδεχομένως θα τον έσωζε μέχρι αυτά να ολοκληρωθούν, μια απόφαση που τελικά του στοίχισε τη ζωή. Πολλοί είδαν στην ερμηνεία του μια μεταφυσική αντιστοιχία της ζωής με την τέχνη και την ερμήνευσαν πρωθύστερα με βάση τον θάνατο του ηθοποιού. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει όντως κάτι ανατριχιαστικά υπερβατικό στο βλέμμα του Τροίζι, το οποίο μοιάζει σε σημεία να ατενίζει το επέκεινα, αλλά η ερμηνεία του, όπως και ολόκληρη η ταινία δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυτό το αναμφίβολα τραγικό γεγονός, το οποίο αν δεν είχε συμβεί δε θα στερούσε τίποτα από το συναισθηματικό εκτόπισμα και την οργανική και σχεδόν ενστικτώδη αμεσότητα της.
Διαψεύδοντας τη θεωρία του δημιουργού ή μάλλον επιβεβαιώνοντάς της εκ του αντιθέτου, ο Ταχυδρόμος δεν είναι μια ταινία - αποτέλεσμα του οράματος του σκηνοθέτη της Μάικλ Ράντφορντ, ο οποίος ούτε πριν και κυρίως ουδέποτε μετά κατάφερε να δημιουργήσει κάτι τόσο ξεχωριστό ή έστω αξιομνημόνευτο, αλλά ένα ποίημα. Και όπως κάθε ποίημα, δεν ανήκει πλέον σε αυτόν που το έγραψε, αλλά σε αυτούς που το έχουν ανάγκη.