Αν μας έλεγαν πως μετά το εφιαλτικό σκηνικό τρόμου της ταινίας «Ενα Ησυχο Μέρος» ο Τζον Κραζίνσκι θα το γύριζε σε μια πιο φωτεινή και γεμάτη φαντασία ταινία, σίγουρα θα είχαμε τις αμφιβολίες μας. Και να όμως που ο Κραζίνσκι αποφασίζει να δείξει τη σκηνοθετική ευελιξία του με μια ταινία η οποία, χωρίς να θυμίζει σε τίποτα τις δυο προηγούμενές του, προσπαθεί να υμνήσει την παιδική φαντασία φέρνοντας στην παρέα τους «Φανταστικούς Φίλους». Μόνο που σε αυτή του την προσπάθεια να εκθειάσει την ομορφιά και τη μαγεία της παιδικής φαντασίας, πολλές φορές χάνεται μέσα σε μια κόλαση δημιουργικής γλυκύτητας που ως τέλος σε έχει λιγώσει περισσότερο από ό,τι ίσως θα ήθελες.

Η πλοκή, χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο, ακολουθεί ένα κορίτσι το οποίο ανακαλύπτει ξαφνικά ότι μπορεί να βλέπει τους φανταστικούς φίλους όλων των παιδιών και ξεκινά μια μαγική περιπέτεια για να επανασυνδέσει τους ξεχασμένους Φανταστικούς Φίλους με τα αντίστοιχα παιδιά.

Αν και ο ίδιος ο Κραζίνσκι είχε δηλώσει πως έγραψε το σενάριο της ταινίας αυτής για τα παιδιά του, φαίνεται σαν να μην έχει αποφασίσει από την αρχή εάν ήθελε πραγματικά να κάνει μια παιδική ταινία για παιδιά ή μια παιδική ταινία για μεγάλους. Οι ιδέες της που σίγουρα μοιάζουν ωραίες στο χαρτί, δεν μετουσιώνονται σε κάτι το πραγματικά μαγικό, με την ταινία να είναι σεναριακά τόσο μπερδεμένη, που συνέχεια σε αποσυντονίζει καθ' όλη τη διάρκειά της, με μια υπερβολικά παραγεμισμένη πλοκή που ποτέ δεν φαίνεται να έχει συνοχή.

Σε αυτό δεν βοηθά πως το σενάριο δεν εξηγεί και πολλά πράγματα γύρω από τους χαρακτήρες (CGI και μη), ενώ πολλές φορές νιώθεις πως ούτε ο ίδιος ο Κραζίνσκι γνωρίζει τους κανόνες του σύμπαντος που πάει να φτιάξει καθώς πέφτει πολλές φορές σε αντιφάσεις και ευκολίες, αφήνοντας πολλά αναπάντητα ερωτήματα ως το τέλος, με τα αστεία να μην βρίσκουν και πάντα τον στόχο τους και βάζοντας την ταινία σε ένα family friendly αυτόματο πιλότο.

Αυτό που κάνει την ταινία τουλάχιστον ενδιαφέρουσα είναι πως φορά τις πολλές αναφορές της Disney/Pixar με περίσσια περηφάνια, με επιρροές από ταινίες όπως τα «Toy Story», «Μπαμπούλες ΑΕ» και «Ψηλά στον Ουρανό» (έχει και ένα ακόμα δακρύβρεχτο μοντάζ στην αρχή της, πλαισιωμένο από τη μουσική του Μάικλ Τζιακίνο, ο οποίος φαίνεται πως προσπαθεί εδώ περισσότερο να σε υποβάλλει συναισθηματικά με τη μουσική του). Μερικές φορές όλα αυτά θα καταφέρουν να βγάλουν ψήγματα μαγείας, τα οποία θα βρουν εκείνη τη μικρή σχισμή για να περάσουν ακόμα και τις πιο σκληρές άμυνες και να συγκινήσουν κυρίως τους μεγάλους, καταλήγοντας σε ένα όμορφο, αλλά αναμενόμενο, φινάλε, χωρίς όμως να την αφήνουν ελεύθερη να απογειωθεί πραγματικά.

Ισως το πιο εντυπωσιακό από όλα είναι το πώς κατάφερε να μαζέψει ένα τόσο λαμπερό καστ για την ταινία του. Από τον Ράιαν Ρέινολντς, ο οποίος παίζει για άλλη μια φορά τον εαυτό του αλλά σε μια πιο PG εκδοχή του, μέχρι και τους Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, Στιβ Καρέλ, Εμιλι Μπλαντ, Τζορτζ Κλούνεϊ, Μπλέικ Λάιβλι, Εϊμι Σούμερ και πολλούς, πολλούς άλλους οι οποίοι δανείζουν τις φωνές τους στους διάφορους φανταστικούς φίλους, η ταινία ποτέ δεν κρύβει πόσο ταλέντο υπάρχει πίσω από αυτήν. Ακόμα και ο Μπραντ Πιτ παίζει έναν αόρατο φανταστικό φίλο (ο οποίος δεν ακούγεται ούτε φαίνεται ποτέ και μόνο ανακαλύπτεις ότι υπάρχει στους τίτλους τέλους), σαφής αναφορά στο αστείο που ξεκίνησε στο «Deadpool».

«Οι πιο σημαντικές ιστορίες είναι αυτές που λέμε στον εαυτό μας», ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία και ίσως οι «Φανταστικοί Φίλοι» να προσπαθούν να γίνουν ακριβώς αυτό: μια υπενθύμιση να μην ξεχνάμε να ερχόμαστε σε επαφή με το παιδί που όλοι έχουμε μέσα μας. Μόνο που για να τιμηθούν αυτές οι ιστορίες και να βρουν την πραγματική τους δύναμη χρειάζονται πολύ μεγαλύτερη (παιδική) φαντασία από αυτή που ο Κραζίνσκι έδωσε εδώ.