Στις 6 Ιανουαρίου του 1994, η αμερικανίδα πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Νάνσι Κέριγκαν δέχεται επίθεση από άγνωστο με λοστό, ο οποίος σπάει το γόνατό της και βάζει σε κίνδυνο την υποψηφιότητά της για τους επικείμενους Ολυμπιακούς αγώνες. Λίγο αργότερα, η έρευνα του FBI αποκαλύπτει το δράστη (έναν πληρωμένο μπράβο) και τον ηθικό αυτουργό: τον σύζυγο της Τόνια Χάρντινγκ - της βασικής της αντιπάλου της Κέριγκαν στην Ολυμπιακή ομάδα. Οποιος θυμάται τα δημοσιεύματα της εποχής πιστεύει ότι ξέρει την ιστορία: η πριγκίπισσα του πάγου που σακατεύτηκε από τη white-trash ημίτρελη ανταγωνίστριά της. Η Κέριγκαν κατέληξε με το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς. Η Χάρντινγκ δήλωσε ένοχη στο δικαστήριο και καθαιρέθηκε, όχι μόνο από την ολυμπιακή ομάδα, αλλά με ισόβιο αποκλεισμό από το πατινάζ γενικότερα. Κατέληξε σε εξευτελιστικούς αγώνες θεάματος γυναικείου wrestling, πριν αποσυρθεί εντελώς από το δημόσιο βίο. Σήμερα, μια ταινία, λέει τη δική της πλευρά της ιστορίας.
Το δηλώνει κι ο τίτλος από την αρχή: το «Εγώ, η Τόνια» σενάριο του Στίβεν Ρότζερς δεν έχει καμία διάθεση να σου αντιπαραθέσει και την πλευρά της Κέριγκαν. Αντιθέτως, θέλει να σε υποχρεώσει, για πρώτη φορά, να μπεις στα στενά, φτηνιάρικα μποτίνια της Χάρντινγκ από τότε που ήταν τριών ετών. Και να νιώσεις την κοφτερή λεπίδα στον πολύ λεπτό πάγο μεταξύ κακοποίησης και δόξας. Ναι, η Τόνια ήταν white trash. Γεννήθηκε και μεγάλωσε (και σοκαριστικά επέστρεφε μετά από κάθε μετάλλιο) στην εξαθλιωμένη οικονομικά γειτονιά του Πόρτλαντ, σ' ένα χαμόσπιτο και κάτω από το γερακίσιο βλέμμα μίας υστερόβουλης, σατανικής μητέρας (η «Λαβόνα» είναι από τις περιπτώσεις που η πραγματική ζωή ξεπερνά και τη φαντασία του πιο σκανδαλολάγνου σεναριογράφου), η οποία έβλεπε στην κόρη της κάτι περισσότερο από την ευκαιρία να ξεσπά τη βία της δική της αποτυχίας: η μικρή είχε ταλέντο και θα μπορούσε να αποδειχθεί λύση στο οικονομικό τους πρόβλημα. Την έσπρωξε στον πάγο, την πίεσε, την τσάκισε. Και την παρέδωσε σ' έναν εξίσου βίαιο σύζυγο για να συνεχίσει το μοτίβο: κακοποίηση, τσίτα, τραύμα, εκτόνωση στον πρωταθλητισμό. Η μία της έκλεψε την παιδική της ηλικία, ο άλλος αποτέλειωσε το ενήλικο όνειρο με μία εγκληματική κίνηση. Ενδιάμεσα στεκόμασταν όμως κι όλοι εμείς: το κοινό που αγαπά ιστορίες με πριγκίπισσες κι όχι πεισμωμένες, μυώδεις, αγενείς, κακόγουστες, αθυρόστομες μαχήτριες... κλόουν.
Ολα αυτά είναι αλήθεια (και σύμφωνα με αντίστοιχα ντοκιμαντέρ και μαρτυρίες η απόδοσή τους είναι επίσης ανατριχιαστικά ειλικρινής) όμως ούτε ο Ρότζερς, ούτε ο σκηνοθέτης Κρεγκ Γκιλέσμπι έχουν την παραμικρή διάθεση να καταθέσουν ένα νατουραλιστικό δράμα ή ένα θλιμμένο μελόδραμα. Ο τόνος είναι σαφής και ξεκάθαρος, τόσο στο σενάριο, όσο και στη σκηνοθεσία: πρόκειται για κατάμαυρη κωμωδία που ακροβατεί μεταξύ της σοβαρότητας όλων όσων θέλει να πει και της αστείας mocumentary διάστασης ενός media τσίρκου που κατασκευάζει ηρωίδες και, ταυτόχρονα, καταστρέφει ζωές. Οπως ακριβώς το τριπλό αξελ που κατάφερε για πρώτη φορά γυναίκα στην ιστορία του καλλιτεχνικού πατινάζ, και η κινηματογραφική Τόνια είναι ένας άθλος: ενώ το σώμα της ιστορίας είναι «βαρύ», άκαμπτο και κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να διασκεδάσει το θεατή, η καλογραμμένη πρόζα, η φόρμα της κωμωδίας (με τους κύριους παίκτες να σπάνε τον 4ο τοίχο μιλώντας στο κοινό) η σαρκαστική ματιά στους χαρακτήρες, η τρυφερή ειλικρίνεια απέναντι στην -ένοχη για πολλά, αλλά όχι για όλα- ηρωίδα, απογειώνει την ταινία σε απρόβλεπτο χιτ της χρονιάς που έφτασε μέχρι την οσκαρική κούρσα.
Κι, επιπλέον, ο Γκιλέσμπι μας έχει στην τσίτα. Κάτω από τους τόνους μίας υπέροχα κινηματογραφημένης επιδερμίδας (η εικόνα είναι φαντασμαγορική, χάρη στον δευθυντή φωτογραφίας Νικόλα Καρακατσάνη και στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Τζέιντ Χέιλι) ελλοχεύει ένα θρίλερ. Ο Γκιλέσπι ξεδιπλώνει την πλοκή με την ταχύτητα ενός μαφιόζικου σασπένς - όπως θα γύριζε κανείς τα «Καλά Παιδιά» στον πάγο. Η κάμερα είναι χαμηλά όσο τρέχει πίσω από τους ήρωες, στατική όσο ακούει τις ανατριχιαστικές ιστορίες τους, σε γερανό τις λίγες στιγμές που η Τόνια πετά, ευτυχισμένη, επιτυχημένη.
Κι ας σταθούμε εδώ. Στις στιγμές. Στις ερμηνείες που δικαιωματικά έχουν στείλει τις πρωταγωνίστριες στο χορό των μεγάλων βραβείων. Η Αλισον Τζένεϊ ως διαβολογυναίκα μάνα επιτυγχάνει να δώσει ψήγματα κοινωνικού σχολιασμού για μία άγνωστη τρομακτική Αμερική, σ' έναν ρόλο που θα παρέμενε εύκολα και αβίαστα μόνο γραφική καρικατούρα από οποιαδήποτε λιγότερο ικανή ηθοποιό. Η Μάργκο Ρόμπι όμως επιτυγχάνει κάτι ακόμα πιο δύσκολο. Πέρα από την προσωπική της μεταμόρφωση ή τη συνέπειά της να μάθει πατινάζ (οι σκηνές της είναι μία μίξη από δικά της γυρίσματα, κασκαντέρ και ειδικά εφέ) η πραγματική της μαεστρία ήταν στις στιγμές. Κλεμμένες στιγμές που το βλέμμα της ξέφευγε μέσα από τη μιζέρια της ηρωίδας της για να ανάψει ένα μικρό θλιμμένο φως: πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη μίας ταλαντούχας γυναίκας αν είχε γεννηθεί σε μία άλλη κοινωνική τάξη; Αν της είχε δοθεί αγάπη, αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση; Οταν καταφέρνει το τριπλό άξελ, η Ρόμπι χαρίζει ένα τέτοιο βλέμμα στην κάμερα. Οταν βάφεται κλαίγοντας για τους τελευταίους της αγώνες δεν μας ξανακοιτά ποτέ. Το φως έχει σβήσει.
Η Τόνια Χάρντινγκ κακοποιήθηκε, υποτιμήθηκε, χλευάστηκε, ξεφτιλίστηκε, έγινε ανέκδοτο. Και πολλά από αυτά τα άξιζε. Μία εξωφρενική, ηλεκτρισμένη, σκοτεινή κωμωδία όμως της χάρισε το μεγάλο έπαθλο: να είναι εκείνη που σήμερα γελάει τελευταία...