Τα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Σκόπια, είναι άγρια, βραχώδη και ξερά: τα χρώματα από την κλαρωτή φούστα και το μαντίλι στα μαλλιά της Χατιτζέ κάνουν μια έντονη αντίθεση. Η φιγούρα της διακρίνεται από μακριά, καθώς περπατά, σταθερά και με σκοπό, στην κόχη του βράχου, αγέρωχη και απρόσμενα ραφινάτη, στο πρόσωπό της σημαδεμένη από τα στοιχεία της φύσης, στο σώμα και την κίνησή της κάτι μεταξύ χορεύτριας και πέτρας.
Η Χατιτζέ ζει εκεί, στην ερημιά, σε μια παράγκα χωρίς ρεύμα, με το σκύλο και τη γάτα της. Μαζεύει μέλι από τα καλοκρυμμένα μέσα στα βράχια μελίσσια, με την παλιά, παραδοσιακή μέθοδο, οικολογική πριν θεσπιστεί ο όρος: απ' όσο μέλι φτιάχνουν τα πολυάσχολα έντομα, το μισό παίρνει η Χατιτζέ, το μισό τους αφήνει. Τις υπόλοιπες ώρες, η 55χρονη γυναίκα, που μοιάζει πολύ μεγαλύτερη και, μαζί, σαν παιχνιδιάρικο κοριτσάκι, φροντίζει τη μικροσκοπική μαμά της, κατάκοιτη τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Την περιποιείται, της φέρνει μπανάνες από την πόλη, την ακούει να λέει τις σοφίες της, «έχω γίνει πια δέντρο».
Στο κινηματογραφικό ντεμπούτο τους, οι Κοτέφσκα και Στεφάνοφ παρακολουθούν τη Χατιτζέ, υπομονετικά, από τόσο πολύ κοντά. Στις πιο ιδιωτικές στιγμές της, στις μεγαλύτερες ανοιχτωσιές της φύσης. Το πώς δυο γυναίκες ζουν τη μοναξιά τους στο πουθενά, επειδή η ζωή κι οι άντρες τα έφεραν έτσι.
Ωσπου, στο κτήμα δίπλα στο σπίτι της Χατιτζέ, έρχεται να εγκατασταθεί μια πολυμελής, θορυβώδης οικογένεια: ο φαφλατάς Χουσεΐν, η άξεστη γυναίκα του, τα επτά μικρά παιδιά τους που τρυπώνουν παντού, το κοπάδι αγελάδες τους, το αυτοκίνητο και το τροχόσπιτό τους, το αυτοσχέδιο ραδιόφωνο που πεισματικά παίζει «You Are so Beautiful» του Τζο Κόκερ. Βαβούρα, κέφι που, αρχικά, η Χατιτζέ αντιμετωπίζει φιλοπερίεργα και μ' ένα σχετικό ενθουσιασμό και, σύντομα, με τρόμο.
Οσο η Χατιτζέ τιμά τη «συμφωνημένη» ανταλλαγή της με τη φύση, τόσο ο Χουσεΐν βιάζεται να την εκμεταλλευτεί για να πληρωθεί καλά. Μια μικρογραφία της αντίθεσης του μικροπαραγωγού και των μεγάλων, πολυεθνικών εταιριών, εκείνης της αντίθεσης, ακριβώς, που προκάλεσε την εξάντληση και τη διαστρέβλωση των φυσικών πόρων.
Το ντοκιμαντέρ των Κοτέφσκα και Στεφάνοφ, πολυβραβευμένο στο Σάντανς και υποψήφιο για δύο Οσκαρ, Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, βαδίζει προσεκτικά σε μια τέλεια ισορροπία, όπως η ηρωίδα του. Παρατηρεί, επιλέγοντας τις γωνίες του, αλλά δεν υπογραμμίζει, δεν υποδεικνύει. Είναι πολιτικό, περιβαλλοντικό, χωρίς να χάνει στιγμή την αισθητική και τη λυρικότητά του. Η φωτογραφία του είναι εστέτ, αξιοποιώντας την εναλλαγή μεταξύ του θεϊκού ανοιχτού τοπίου και των κοντινών στα χέρια της Χατιτζέ, τα πρόσωπα, τα μελίσσια, τα υφάσματα, τις ίνες του πολιτισμού που χτίζεται σιωπηλά. Κι όσο χαμηλόφωνα διατυπώνει την τραγικότητα και την πολιτική του, τόσο φιλόξενα ανεβάζει το χιούμορ (η σχέση της Χατιτζέ με τις βαφές μαλλιών είναι ένα ongoing αριστούργημα), τη θαλπωρή, το συναίσθημα.
Μαζί με την ευστροφία, την ετοιμότητα και την αισθητική τους, οι δυο σκηνοθέτες κρατούν κι αυτό το σπάνιο πλεονέκτημα του ντοκιμαντέρ, το timing. Ζώντας για τρία χρόνια με τη Χατιτζέ, έγιναν κοινωνοί της απρόοπτης επίσκεψης του Χουσεΐν και της οικογένειάς του, πάνω στην οποία βάσισαν, τελικά, όλη την ιστορία τους. Γιατί στο ντοκιμαντέρ το τυχαίο / τυχερό μπορεί να παίξει καθοριστικό κι απολαυστικό ρόλο. Οπως και το γεγονός ότι το «Honeyland» έρχεται πάνω στην κορύφωση της συζήτησης για την επικείμενη καταστροφή του πλανήτη. Κι έτσι η ταινία αξιοποιεί μια αρχέγονη μέθοδο συλλογής μελιού και μια γυναίκα που αγγίζει τα όρια του θρύλου, για να μιλήσει για το σήμερα και το αύριο με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Οχι στρατευμένα, αλλά τρυφερά, καλόκαρδα κι αστεία, ώστε να κάνει το εξωτικό να μοιάζει οικείο και το δίδαγμά της αυτονόητο.