Στο «Σπίτι μου, Σπιτάκι μας» όλα είναι καλά - εκτός από την ίδια την ταινία. Η σαραντάχρονη Αλις, που έχει τη λαμπερή, ξανθιά, χαμογελαστή ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, μορφή της Ρις Γουίδερσπουν, είναι μητέρα δυο αγοριών. Χωρίζει με τον (γλυκύτατο μεγαλοπαραγωγό μουσικής) Μάικλ Σιν, με τον οποίο όμως διατηρούν καλή σχέση κι αφήνει τη Νέα Υόρκη για να επανεγκατασταθεί, με τους γιους της, στο Λος Αντζελες όπου μεγάλωσε. Εκεί τής συμπαρίσταται η μητέρα της, με την οποία έχουν μια καλή σχέση - η Κάντις Μπέργκεν, την οποία χαιρόμαστε να βλέπουμε με κάθε αφορμή, υποδύεται την «καλλονή υπήρξα» μούσα του σπουδαίου σκηνοθέτη πατέρα τής Αλις.
Καθώς στο Λος Αντζελες όλοι θέλουν να κάνουν σινεμά, μια τριάδα εικοσάχρονων έχει πάει να βρει χρήματα για ταινία και οι προοπτικές τους μοιάζουν πολύ καλές. Σ' ένα γύρισμα της τύχης, η Αλις θα βρεθεί να τους φιλοξενεί - γιατί είναι καλή κι έχει και μεγάλο σπίτι - κι αυτοί οι τρεις (δύο εκ των οποίων την ερωτεύονται, καλό σκορ), με την αθωότητα και τον ενθουσιασμό της ηλικίας τους, θα φέρουν τα πάνω κάτω τη ζωή της, που ήταν ήδη, ούτως ή άλλως, καλή.
Σε μια τέτοια ταινία, δεν μπορείς να μην αναφέρεις ότι η Χάλι Μάγιερς-Σάιερ, εδώ στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της, είναι η κόρη της Νάνσι Μάγιερς («The Parent Trap», «It's Complicated», «The Intern») και του Τσαρλς Σάιερ («Baby Boom», «Ο Μπαμπάς της Νύφης»). Δεν είναι μόνο ότι η πρόθεση για ρομαντική κομεντί ξεχειλίζει, μάλλον, από το DNA της - είναι κι ότι, κρίνοντας τουλάχιστον από το σενάριο που η ίδια έχει γράψει, δεν έχει βιώσει ποτέ οτιδήποτε βγαίνει έξω από την καλιφορνέζικη φούσκα της showbusiness που αποτελεί το περιβάλλον της ταινίας της.
Η πλοκή είναι τόσο αφελής που δεν θα στεκόταν ούτε στα '80ς, η εξέλιξή της τόσο προβλέψιμη που θέλεις ο ίδιος να προκαλέσεις μια ανατροπή για το γούστο, οι σχέσεις δεν νιώθουν την ανάγκη καμίας αιτιότητας και, το χειρότερο, σ' ένα cosy ντεκόρ, οι άνδρες ηθοποιοί έχουν τη γοητεία ενός μαξιλαριού, είναι κόμοδοι κι εύκολα αντικαταστάσιμοι. Γι' αυτό και καταλήγεις να βλέπεις την ταινία, με την αγωνία της δυσπιστίας, πολύ μακριά από τη χάρη και το μπρίο μιας καλής ρομαντικής κομεντί.