Πληγές ή αμυχές δισταγμού ονομάζονται στην ιατρική οι δοκιμαστικές πληγές που κάνει κάποιος στον εαυτό του πριν αυτοκτονήσει. Είναι συνήθως επιφανειακές αλλά αφήνουν το σημάδι τους και τεστάρουν την αντοχή του υποκείμενου στον πόνο και την μεγάλη απόφαση της αυτοχειρίας.
Αυτές οι πληγές υπάρχουν στα χέρια του Μούσα, που κατηγορείται - μάλλον άδικα - για το φόνο του αφεντικού του και που έχει εξομολογηθεί στη δικηγόρο του, ότι αν καταδικαστεί έχει ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Αυτές οι πληγές όμως βρίσκονται σε όλο το σώμα της τουρκικής κοινωνίας, αφού είναι πληγές που δοκιμάζουν τις αντοχές των πολιτών πάνω στη βία της ίδιας της ζωής και τη βία - την πιο σκληρή - αυτή της αδικίας, της διαφθοράς, της πατριαρχίας και της απέραντης υποκρισίας.
Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Κανάν, μια δυναμική δικηγόρος που όπως αναφέρει ο συγκαταβατικός δικαστής έχει σπουδάσει στο Λονδίνο και προσπαθεί να εφαρμόσει στη χώρα τις πρακτικές μιας άλλης. Αυτό όμως που ουσιαστικά θέλει η Κανάν είναι να σπάσει την αλυσίδα ενός συστήματος που τρέφεται από το ψέμα και τη διαφθορά, από τον τρόπο που έχει μάθει η εξουσία να συνθλίβει τους αδύνατους και τον τρόπο που έχουν μάθει οι αδύνατοι να σιωπούν.
Είναι αποφασισμένη να βρει και να αναγκάσει τον μάρτυρα που θα σώσει τον πελάτη της, την ίδια στιγμή που σε παράλληλη δράση, οι γιατροί της μητέρας της που βρίσκεται σε κώμα της ζητούν να πάρει την απόφαση και να τερματίσει τη μηχανική υποστήριξη που την κρατάει στη ζωή.
Σε συνέχεια του νέου τούρκικου σινεμά που δημιουργεί μικρές ή μεγαλύτερες εστίες κινηματογραφικής αντίδρασης απέναντι στο κατεστημένο μιας βαθιά προβληματικής - όσον αφορά πρωταρχικά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις έννοιες της δικαιοσύνης - χώρας (θυμηθείτε τις ταινίες του Εμίν Αλπέρ), η ταινία του Σελμάν Νατζάρ καταγράφει με νευρικότητα και με έντονη αίσθηση κλειστοφοβίας το ηθικό δίλημμα μιας (όχι τυχαία) γυναίκας που ανάλογα με την απόφαση της απειλεί να μετατοπίσει ένα ολόκληρο οικοδόμημα - τόσο σε προσωπικό, οικογενειακό αλλά και κοινωνικό επίπεδο.
Η ορθή επιλογή του να μην απομακρυνθούμε ούτε στιγμή από την ηρωίδα αυτού του παραλογισμού - ειδικά όταν είναι τόσο στιβαρά ερμηνευμένη από την Ογκιουλτσάν Αρμάν Ουσλού - μετατρέπει την «Γραμμή Δισταγμού» σε μια αγωνιώδη διαδρομή χωρίς προκαθορισμένο τέλος. Τι κρίμα που ο Νατζάρ επιλέγει ακριβώς αυτό, δηλαδή ένα ανοιχτό τέλος, που από τη μία αποτελεί γνώριμο φινάλε για να σχολιάσει κανείς έναν κύκλο που δεν τελειώνει ποτέ, αλλά ειδικά εδώ και στην εποχή μας αποδυναμώνει ένα ολόκληρο σχόλιο πάνω στο χαμένο παιχνίδι που παίζουν οι ήρωες (και εμείς) στροβιλιζόμενος γύρω από τα διλήμματα που θα άξιζε κάποια στιγμή να λυθούν από αποφασιστικά ναι ή όχι μιας ολόκληρης γενιάς.