Η 37χρονη Παναγιώτα είναι μία απλή νοικοκυρά. Η κρίση έχει χτυπήσει γερά τα θεμέλια του μικροαστικού της σπιτιού. Ο σύζυγός της, ο Κώστας, είναι εδώ και καιρό άνεργος κι αυτό έχει επηρεάσει τη συμπεριφορά του και τη σχέση τους. Μόνιμα θυμωμένος -με το κράτος, τους εργοδότες, την Παναγιώτα- παραμένει μουδιασμένος. Μόνο γκρινιάζει, δεν ψάχνει για δουλειά, τζογάρει το επίδομα του ΟΑΕΔ στα πρακτορεία. Η μεγάλη τους κόρη, ένα παχύσαρκο κοριτσάκι στην προεφηβεία, ρουφά την κακή ενέργεια του σπιτιού και την ξεσπά στο σχολείο, στο σώμα της και τον μικρό της αδελφό.

Η Παναγιώτα κάτι πρέπει να κάνει, αλλά δεν ξέρει γράμματα. Οταν ένα καινούργιο εμπορικό κέντρο ανοίγει στην περιοχή και μαθαίνει ότι ζητούν κόσμο, τρέχει. Πιάνει δουλειά ως καθαρίστρια, υπογράφει όποια (άδικη) σύμβαση της βάζουν μπροστά της, είναι ευγνώμων, φιλότιμη, εργατική, συνεπής. Σταδιακά, αυτή η δουλειά φέρνει άλλες ισορροπίες μέσα της, αλλά και στη ζωή της. Νιώθει άξια, χρήσιμη. Πατά για πρώτη φορά στα πόδια της και για αυτό πατά και πόδι.

Ο Νίκος Labôt (συνσκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «The Immortals at the Southern Point of Europe», και του βραβευμένου μικρού μήκους «Ο Σκύλος») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μυθοπλασία με ένα δυνατό, ειλικρινές και συγκινητικό κοινωνικό δράμα.

Η κάμερά του δεν εστιάζει τόσο στην κρίση, όσο στις συνέπειές της στις ζωές των ανθρώπων. Πώς ο κοινωνικός ιστός διαβρώνεται, πώς η εργατική τάξη γονατίζει, πώς η ελληνική οικογένεια διαλύεται καθώς ο πατέρας χάνει κάτι παραπάνω από τη δουλειά του – κι αυτό δεν έχει μόνο οικονομικό αντίκτυπο, αλλά και υπαρξιακό. Χάνει το ρόλο του, την ταυτότητά του, «τα παντελόνια του».

Ο Labôt όμως, με ένα σενάριο που συνυπογράφει με την Κατερίνα Κλειτσιώτη, δε θα αφηγηθεί την ιστορία του άντρα. Τον σκιαγραφεί με μερικές καλογραμμένες πινελιές (την ψευτομαγκιά του που είναι στην ουσία αμηχανία και ντροπή, την προσπάθειά του να βοηθήσει με τις δουλειές του σπιτιού ενώ αυτό τον ευνουχίζει περισσότερο, την αδυναμία του να σταθεί έστω σαν τρυφερός σύντροφος που θα πάρει τη γυναίκα του μια αγκαλιά γιατί ο ίδιος νιώθει λίγος), αλλά τον αφήνει στην άκρη.

Η κάμερα είναι πάνω στην Παναγιώτα. Ηρθε η ώρα να κοιτάξουμε πίσω από προφανές, να δούμε τι συμβαίνει στις αφανείς ηρωίδες των εργατικών νοικοκυριών. Με σκηνοθεσία που ακολουθεί το κινηματογραφικό στιλ των Νταρντέν, η ιστορία της Παναγιώτας συλλαμβάνεται στις λεπτομέρειές της. Αρχικά, όλα είναι αντιδράσεις – βρίσκεται στο χώρο για να επέμβει όταν κάποιος κλαίει, να καθησυχάσει όταν κάποιος νευριάζει, να σκουπίσει τις στάχτες του Κώστα μ' ένα βετέξ που πάντα έχει πρόχειρο στα χέρια της. Οταν πιάνει όμως τη δουλειά της, αναλαμβάνει δράση – μαθαίνει να οδηγεί, κάνει φίλες, πατάει τα σφουγγαρισμένα.

Δεν λείπουν οι σχηματικές απεικονίσεις (υπάρχει πραγματικά μία 40χρονη γυναίκα στη σύγχρονη Αθήνα που δεν ξέρει γραφή κι ανάγνωση;) όμως η προσέγγιση του Labôt στην καθημερινότητα, την αρχική συνεχή υποτίμηση και τη σταδιακή ενδυνάμωση της ηρωίδας του είναι τόσο καλοπροαίρετη και δυνατή, που συγχωρείς τις ατέλειες και επικεντρώνεσαι στην ουσία.

Κι η ουσία είναι η Παναγιώτα - έτσι όπως φωτίζεται από την ερμηνεία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου. Μία ερμηνεία συγκλονιστική. Σωματική (τη συναντάμε συρρικνωμένη, σαν να έχει συνηθίσει να πιάνει όσο λιγότερο χώρο σ' ένα δωμάτιο, που σταδιακά ορθώνεται), ελάχιστα βερμπαλιστική, αλλά με έμφαση στα απίθανα εκφραστικά της μάτια. Ο τρόπος που φορά την αγωνία να προλάβει το θυμό των άλλων. Ο φόβος της επικείμενης απόλυσης που την κάνει να τρίβει με μεγαλύτερη δύναμη και συνέπεια τον κάθε λεκέ. Η θλίψη και η στωικότητά της. Η σπαραχτική της ευγνωμωσύνη για κάθε μέρα δουλειάς που εξασφαλίζει. Η σταδιακή της μεταμόρφωση σε άνθρωπο αυτόνομο που δικαιούται μια τούρτα γενεθλίων, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, ένα βράδυ με τις φίλες της, ένα κόκκινο φόρεμα. Ενα μπράβο.

Ναι, η ταινία είναι δυνατή κι εύστοχη, αλλά η Τριανταφυλλίδου κάνει τόσο εξαιρετικά τη «Δουλειά της» που κλέβει την παράσταση.