Η Τρι Γκέλμπμαν ανακαλύπτει ότι το να πεθαίνεις ξανά και ξανά ήταν απλώς εξαιρετικά πιο εύκολο από τους κινδύνους που βρίσκονται τώρα μπροστά της. Δύο χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, η Τρι επανέρχεται στον επαναλαμβανόμενο κύκλο του χρόνου για να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο μπήκε σε αυτόν την πρώτη φορά. Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει τη Λόρι που αναζητά εκδίκηση και η οποία έχει αναστηθεί από τη δύναμη του χρονικού κύκλου.
Οταν κυκλοφόρησε πέρσι το πρώτο «Γενέθλια Θανάτου» του Κρίστοφερ Λάντον, ένα υβρίδιο μεταξύ «Μέρας της Μαρμότας» και «Scream», αποδείχθηκε μια αρκετά ευχάριστη έκπληξη. Οχι γιατί επαναπροσδιόριζε τον τροχό όσον αφορά το είδος των slasher movies αλλά κυρίως γιατί ήταν μια άκρως διασκεδαστική, απενοχοποιημένη και πάνω από όλα ειλικρινής ως προς τις προθέσεις της ταινία του συγκεκριμένου genre.
Εκεί όπου το πρώτο φιλμ έδειχνε πως απολαμβάνει το δυσαρμονικό του χαβαλέ, το σίκουελ έρχεται με πατημένο το γκάζι στο σενάριο, αλλά κυρίως στην τρέλα που το συνοδεύει, σε σημείο μάλιστα που φτάνει ιλιγγιώδεις ταχύτητες και δεν σταματά ως το... τέλος.
Η ταινία ξεκινά ακριβώς από εκεί όπου τελείωσε η πρώτη, με τον Λάντον να μην περιμένει λεπτό για να βάλει το κοινό του μέσα στο κλίμα του σύμπαντος που έχει δημιουργήσει. Προσπαθώντας να εξηγήσει (επιστημονικά;) το λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε όλη αυτή η λούπα που οδήγησε την Τρι να ζει το θάνατό της ξανά και ξανά και ξανά, η ταινία μπαίνει σε καταστάσεις «Back to the Future», ακολουθώντας ένα σαφώς πιο sci-fi μονοπάτι, ρίχνοντας μέσα στην ιστορία της από ταξίδι στο χρόνο μέχρι και πολλαπλά σύμπαντα, αφήνοντας στην άκρη το slasher κομμάτι της, το οποίο εδώ μπαίνει στο παρασκήνιο.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν το ξεχνάει τελείως - υπάρχει εξάλλου ακόμα ένας δολοφόνος που κυνηγά την Τρι για να τη σκοτώσει. Εδώ ο Λάντον μειώνει τον τρόμο στο ελάχιστο (οι «φόνοι» είναι πλέον περισσότερο αυτοκτονίες παρά οτιδήποτε άλλο και η ταινία αναβιώνει γνώριμες σκηνές επαναπροσδιορίζοντάς τις με αρκετές δόσεις παρανοϊκού και μάλλον έξυπνου χιούμορ, το οποίο την ωθεί να γίνει περισσότερο μια meta αναφορά της πρώτης. Δεν βρισκόμαστε όμως μπροστά στην περίπτωση μιας φτηνής ανακύκλωσης σκηνών και γεγονότων μόνο και μόνο για να δικαιολογηθεί η ύπαρξή του σίκουελ. Ο Λάντον αναγνωρίζει το ταξίδι και την ωρίμανση της Τρι ως ηρωίδας, από μια σνομπ, εγωίστρια φοιτήτρια, κλεισμένη στο δικό της μικρό ροζ συννεφάκι, σε μια αξιαγάπητη ηρωίδα και συνεχίζει εδώ να την εξελίσσει με νέους και απροσδόκητους τρόπους.
Υπάρχουν, φυσικά, στιγμές που το σενάριο δείχνει να είναι τόσο παραγεμισμένο από... βαρίδια που ακόμα και ο Λάντον δείχνει κάπως χαμένος μέσα στην υπέρμετρη φιλοδοξία του να τα διαχειριστεί. Αλλά για κάποιο λόγο, παράλογο ίσως, η ταινία ποτέ δεν σκοντάφτει ακόμα και σε αυτές τις στιγμές. Ισως σε αυτό βοηθάει η Τζέσικα Ροθ στον ρόλο της Τρι, η οποία αναδεικνύεται σε μια νέα scream queen που αγκαλιάζει όλη τη yolo ατμόσφαιρα και τρέλα γύρω της και εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στο χαρακτήρα που υποδύεται με ευαισθησία, κωμικό timing και, να το πούμε, μια κάποια ευαισθησία.
To «Happy Death Day 2U» είναι έξυπνο και διασκεδαστικό ταυτόχρονα, ενώ καταρρίπτει τη θεωρία που θέλει τα σίκουελ να είναι χειρότερα των προκατόχων τους. Μέχρι εκεί. Ακόμη κι αν αρκετές φορές μέχρι το φινάλε ξεχνά πως είναι ένα slasher movie, αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα. Ειδικά όταν η ανυπομονησία για ένα (σίγουρο) τρίτο μέρος είναι (τουλάχιστον εμπορικά) εξασφαλισμένη.