Φαίνεται πώς μία από τις πιο μαγικές και εμβληματικές ταινίες που υπέγραψε ποτέ το στούντιο της Disney δεν έγινε απλά κι εύκολα. Η «Μέρι Πόπινς» δεν προσγειώθηκε στα πλατώ με την μαγική της ομπρέλα, αλλά χρειάστηκαν 20 χρόνια προσπάθειας για να πειστεί η ιδιοσυγκρασιακή, δυναμική και πεισματάρα συγγραφέας της, η Αυστραλέζα Π. Λ. Τράβερς, να πουλήσει τα δικαιώματα στον Γουόλτ Ντίσνεϊ. Η ταινία μας μεταφέρει στον μοναχικό κόσμο της Τράβερς, στο μικρό της σπίτι στο Λονδίνο, όπου τα βιβλία της δεν πουλούν πια και η ίδια έρχεται σε οικονομικό αδιέξοδο. Μόνο τότε πείθεται να επισκεφτεί το Λος Αντζελες και να επιτρέψει στον Ντίσνεϊ και το επιτελείο του να της παρουσιάσουν πώς σκέφτονται την κινηματογραφική μεταφορά της ηρωίδας της. Ομως εκείνη το θέτει ως απαράβατο όρο: θα είναι εκεί, βήμα βήμα, λέξη λέξη, εικόνα εικόνα - για να εγκρίνει ή να απορρίπτει ιδέες, σενάριο, μουσικά νούμερα. Ειδικά τα τελευταία. Δε θα επιτρέψει σε κανέναν να μεταμορφώσει μία γυναίκα που μπορεί να τη γέννησε φαντασία της, αλλά της έσωσε τη ζωή, σε γελοίο, πολύχρωμο μιούζικαλ. Αυστηρή, στεγνή και με ξερό σαρκασμό, η Τράβερς έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τη ζαχαρωτή, σχεδόν καρτουνίστικα γοητευτική προσωπικότητα του Γουόλτ Ντίσνεϊ και όσα αυτός πρεσβεύει. Οσα ακολούθησαν από την πρώτη μέρα του pre-production μέχρι την πρεμιέρα της ταινίας έχουν μείνει στην ιστορία...

Ο Τζον Λι Χάνκοκ, μετά τον οσκαρικό θρίαμβο του «The Blind Side» (Oσκαρ Α' Γυναικείου για την Σάντρα Μπούλοκ, 2010), επιστρέφει για να χαρίσει σε άλλη μία πρωταγωνίστριά του έναν ακόμα υπέροχο, αβανταδόρικο ρόλο. Η Εμα Τόμσον, μπορεί να μην κερδίσει Οσκαρ φέτος γιατί έχει πέσει σε δύσκολη και ανταγωνιστική χρονιά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μας προσφέρει μία οσκαρική ερμηνεία. Η Π. Λ. Τράβερς ήταν διαβόητα στριφνή, αγέλαστη, ξινή - μία γυναίκα γεμάτη παραξενιές και ξύλινη τυπικότητα. Ομως υπήρχαν λόγοι που κατέληξε από ευτυχισμένο ροδαλό κοριτσάκι που μεγάλωνε στην επαρχιακή Αυστραλία σε μία στεγνή, παροπλισμένη γυναίκα στο ψυχρό, απρόσωπο Λονδίνο. Η δύσκολη παιδική της ηλικία με έναν ονειροπόλο, αλλά αλκοολικό τυχοδιώκτη πατέρα, ο οποίος ζούσε στον δικό του παραμυθένιο κόσμο μέχρι που ο πραγματικός τον λύγισε, της προσέφερε ένα γερό σοκ που θα την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή. Η «Μέρι Πόπινς» της πήγασε από τη δική της ανάγκη να σώσει όσα σημαντικά της παιδικής της ηλικίας έπρεπε να διασωθούν, για αυτό και δεν ήταν για πούλημα. Και σίγουρα δε θα επέτρεπε στον λαοπλάνο καταφερτζή Ντίσνεϊ να την μεταμορφώσει σε ένα από τα «ανόητα και χυδαία καρτούν του».

Εχοντας την στιβαρή οντότητα της Τόμσον στο τιμόνι, ο Χάνκοκ πετυχαίνει κάτι αρκετά δύσκολο: ενώ η ταινία, φυσικά, φλερτάρει με το γλυκερό, το μελό, την «Disney movie» (έχει όλα τα συστατικά του χολιγουντιανού δράματος χαρακτήρων που ξεκινούν στραβόξυλα, αλλά εξιλεώνονται) διασώζεται από τις ερμηνείες της, αλλά και την, αν όχι φεμινιστική, τουλάχιστον δίκαιή της προδιάθεση. Η Τράβερς θα μπορούσε να θυσιαστεί ως ηρωίδα. Να αποτυπωθεί με την ευκολία της έτσι κι αλλιώς καρικατουρίστικης φιγούρας της. Ομως ο Χάνκοκ την αγαπάει. Η Τόμσον την αγαπάει. Μπορεί να την αποτυπώνει με περίσσιο δηλητηριώδη σαρκασμό, σφίξιμο χειλιών και τσιτωμένα φρύδια, αλλά δεν την εγκαταλείπει εκεί. Της δίνει ανάσες τρυφερής θλίψης, κλεφτά βλέμματα και αντιδράσεις που μας αγγίζουν σαν μικρά συναισθηματικά ηλεκτροσόκ: τι κρύβεται πίσω από αυτή την πανοπλία; Και γιατί κάπου, κάποτε τη φόρεσε;

Με συνεχόμενα φλάσμπακ στην παιδική ηλικία της Τράβερς στις αρχές του αιώνα στο outback της Αυστραλίας, καταλαβαίνουμε. Συνειδητοποιούμε πώς χτίστηκε μία παιδική φαντασία που γεννά μαγικά παραμύθια, πώς γκρεμίστηκαν όλα από μία βεβιασμένη και τραυματική ενηλικίωση, πώς η «Μέρι Πόπινς» προσγειώθηκε με την ομπρέλα της για να διασώσει όσα η ζωή βίαια και άδικα θυσίασε. Πρέπει να το ομολογήσουμε όμως: αυτό το κομμάτι της ταινίας είναι και το πιο προβληματικό. Αυτό παραδίδεται σε «αιθέρια» σκηνοθετημένο παλιομοδίτικο δράμα, σε μελό συνταγές και σε στερεότυπες, διδακτικές σχεδόν κοινοτυπίες.

Οσο η κάμερα στέκεται στην αριστοτεχνική Τόμσον και στον, εξίσου εξαιρετικό ως Γουόλτ Ντίσνεϊ, Τομ Χανκς η απόλαυση είναι εγγυημένη. Χαίρεσαι να βλέπεις την κόντρα του κοφτού ευρωπαϊκού φλέγματος μίας δυναμικής γυναίκας, με την κατασκευασμένη, politically correct, γοητεία ενός καπιταλιστή αρσενικού. Η μία έχει δαιμόνιο πνεύμα. Ο άλλος έχει το μεγαλύτερο Λούνα Παρκ του κόσμου. Πώς είναι δυνατόν να του αντιστέκεται;

Κι εκεί κρύβεται η επιτυχία του Χάνκοκ: τους παρουσιάζει αμφότερους ως προϊόντα. Ο Ντίσνεϊ δε διασώζεται ως γλυκός, αθώος παραμυθάς. Υπάχει κάτι σκοτεινό στο μόνιμο χαμόγελό του, κάτι πονηρό στις προθέσεις του, κάτι πεισμωμένα σαρρωτικό στο πέρασμά του. Κανείς (και ειδικά γυναίκα) δεν μπορεί να αμφισβητεί την αυτοκρατορία που έχτισε, στο τέλος θα γίνει το δικό του. Οποιο κι αν είναι το κόστος.

Στο ενδιάμεσο όμως μπορούμε όλοι να πάμε μία βόλτα με το καρουσέλ της Disneyland. Να χτυπήσουμε το πόδι μας στο ρυθμό των κλασικών «Μέρι Πόπινς» τραγουδιών των αδελφών Σέρμαν. Να γελάσουμε, να συγκινηθούμε, να απογειωθούμε με την μαγική ομπρέλα αλλά και να πετάξουμε τον εμβληματικό χαρταετό της ταινίας που χάρισε 13 οσκαρικές υποψηφιότητες στον Ντίσνεϊ. Πάνω από όλα, μπορούμε να υποκλιθούμε σε μία μεγάλη πρωταγωνίστρια που αποδεικνύεται «perfectly perfect in every way» και σώζει την ηρωίδα της. Οπως και η ηρωίδα της, τη δική της.