Ο Ανταμ ζει στην πρωτεύουσα του Τσαντ, την Τζαμένα, είναι 60 χρονών, παλαιός πρωταθλητής της κολύμβησης και εργάζεται ως υπεύθυνος της πισίνας ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην πόλη. Οταν το ξενοδοχείο αλλάζει χέρια και το εξαγοράζουν Κινέζοι επιχειρηματίες, ο Ανταμ θα πρέπει να παραδώσει τη θέση του στον γιο του, τον Aμπντέλ. Την ίδια στιγμή η χώρα του, το Τσαντ, βρίσκεται στο έλεος του εμφύλιου πολέμου αφού οι ένοπλοι αντάρτες απειλούν να καταλάβουν την εξουσία. Αντιπρόσωποι της κυβέρνησης πλησιάζουν τον Ανταμ, και ουσιαστικά απαιτούν απ’ αυτόν ή να τους δώσει χρήματα ή κάποιον συγγενή του που να βρίσκεται σε μάχιμη ηλικία ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους ένοπλους αντάρτες. Ο χρόνος κυλάει, όμως μέρα με τη μέρα ο Ανταμ δέχεται ολοένα και εντονότερες πιέσεις από τον επικεφαλή των κυβερνητικών και συνάμα φίλο του. Το ζήτημα βέβαια είναι ότι ο Ανταμ δεν έχει καθόλου λεφτά παρά μόνο τον γιο του…

Μπορεί η «Κραυγή ενός Ανθρώπου» να αφηγείται την ιστορία ενός πατέρα και του γιου του, ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας όμως είναι μια πισίνα. Αυτή, γύρω από την οποία έζησε ολόκληρη τη ζωή του ο Ανταμ, το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου αισθάνεται «πρωταθλητής» (όπως τον αποκαλούν οι συνάδελφοι του) και ο λόγος για τον οποίο θα έρθει σε σύγκρουση με τον ίδιο του το γιο.

Στο κέντρο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, η πισίνα δεν συμβολίζει μόνο το όνειρο μιας ζωής που αρκέστηκε για πολλά χρόνια στα απολύτως απαραίτητα, αλλά και την υποκριτική ευημερία μιας ολόκληρης χώρας που έξω από το ξενοδοχείο βάφεται καθημερινά με το αίμα ενός παράλογου, απάνθρωπου και φονικού εμφυλίου.

Χάνοντας τη δουλειά του, ο Ανταμ, δεν χάνει μόνο μια ρουτίνα που τον κρατάει ζωντανό, αλλά συνειδητοποιεί ταυτόχρονα πως η αναπόφευκτη διαδοχή της νεότερης γενιάς (που εκπροσωπείται από τον γιο του) τον στέλνει οριστικά σε «σύνταξη», χωρίς να του ζητήσει έστω μια συγνώμη ή να του πει ένα ευχαριστώ. Οχι μόνο επειδή νιώθει ότι το δικαιούται, αλλά γιατί ίσως έτσι θα μπορούσε να αποσυρθεί χωρίς να διεκδικήσει μια τελευταία ευκαιρία.

Μεταφέροντας τον «εμφύλιο» στη σχέση πατέρα –γιου, ο Χαρούν στήνει το δράμα του μεθοδικά, αθόρυβα, σχεδόν όσο παθητικά ενεργεί ο ήρωας του. Ο πόλεμος στο φόντο δεν είναι παρά το soundtrack της εσωτερικής «κραυγής» του, των ενοχών του και της εφήμερης νίκης του πάνω στο φόβο του θανάτου. Και η τελική «διορθωτική πράξη» του μια τελευταία υποχώρηση υπέρ της…ειρήνης.

Ολα αυτά είναι βέβαια μόνο το πλαίσιο των προθέσεων του σκηνοθέτη από το Τσαντ για μια ταινία που δεν ισορροπεί πάντοτε επιδέξια ανάμεσα στην «καλλιτεχνική» της κατασκευή και το μελοδραματικό της εκτόπισμα. Οι συμβολισμοί της μοιάζουν γρήγορα απλοϊκοί, το εσωτερικό δράμα του κεντρικού ήρωα ανακυκλώνεται χωρίς κορύφωση και αυτό που μένει τελικά είναι η ερμηνεία – παρουσία του Γιουσουφ Τζαορό που στο ρόλο του ανθρώπου του τίτλου καταφέρνει με τον τρόπο που κινείται, μιλάει, παρατηρεί και σιωπά πολλά περισσότερα από όσα αγωνιά να φωνάξει αυτή η «κραυγή».