Ο Τομ Ρικς είναι συγγραφέας – έχει γράψει ένα βιβλίο κι από τότε δε βρίσκει τη δύναμη ή την έμπνευση να ξαναγράψει. Αμερικανός, φτάνει στο Παρίσι για να ξανασυναντήσει την κόρη του που ζει με τη μητέρα της. Ωστόσο η τύχη δεν είναι με το μέρος του Τομ κι έτσι καταλήγει, γρήγορα και ακούσια, μπλεγμένος με την τοπική μαφία, ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να ξανακερδίσει την προηγούμενη, καλή ζωή του.

Μπαινοβγαίνοντας στα παλιά κτίρια του Παρισιού, κοιτώντας την πόλη από την πίσω, την άσχημη πλευρά της, ο Παβλικόφσκι χτίζει ένα αινιγματικό, ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ που αντηχεί έντονα Πολάνσκι. Η ιστορία στρέφεται γύρω από τον Τομ, τον αποτυχημένο συγγραφέα που με αδιάκοπες λάθος επιλογές, βυθίζεται ολοένα και πιο βαθειά στον υπόκοσμο, της αληθινής ζωής αλλά και του μυαλού του.

Από τα ανοιχτά, εξωτερικά πλάνα, η κάμερα του Παβλικόφσκι εντοπίζει σε όλο και πιο μικρούς, κλειστοφοβικούς χώρους. Οπου κι αν βρίσκεται ο ήρωας, είναι χωρισμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, μ’ έναν τοίχο, μια κολώνα, μια πόρτα, μια γραμμή. Μια γκρίζα πόλη και πολύ κοντινά πλάνα σ’ ένα σκοτεινό ήρωα σε αδιέξοδο.

Βέβαια η ταινία ανήκει στον Παβλικόφσκι, του «Τελευταίου Καταφύγιου» και του «My Summer of Love», ενός κατ’ εξοχήν Πολωνού, Ευρωπαίου σκηνοθέτη, που υπονομεύει την αγωνία με ακινησία και σιωπές, που κρατά την ένταση του θρίλερ αλλά της δίνει μεταφυσικές προεκτάσεις. Παρεμβάλλοντας στη ροή τής, ούτως ή άλλως αφαιρετικής, ιστορίας εικόνες – στοιχεία από ένα άλλο σύμπαν, από ένα πυκνό δάσος με πουλιά και έντομα που ζουν σιωπηλά τη νύχτα, υποψιάζει διαρκώς για ένα μυστικό, μια αποκάλυψη που θα δώσει στην ιστορία άλλη διάσταση. Η αίσθηση του θανάτου παραφυλά σε κάθε σκηνή, παρότι ποτέ δε γίνεται ξεκάθαρο αν συνέβη, θα συμβεί και σε ποιον.

Σ’ αυτή τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα συμβάλλει και η θαυμάσια χρήση του ήχου, της μουσικής και της σιωπής που καθοδηγεί τον θεατή εκεί ακριβώς όπου τον θέλει ο Παβλικόφσκι. Οι ασύνδετες, ανεξήγητες πράξεις του δράματος μοιάζουν παράλογες ακόμα και στα μάτια του ήρωα – τα μάτια με τα χοντρά γυαλιά που τα κάνουν να δείχνουν τεράστια και απορημένα – και δεν περνά πολύς χρόνος μέχρι να αρχίσεις ν’ αναρωτιέσαι αν οι άνθρωποι γύρω του, ή και αυτός ο ίδιος, είναι λογικοί, ακόμα κι αν υπάρχουν στ’ αλήθεια, αν ο Τομ βλέπει ό,τι και οι υπόλοιποι, ποιο μέρος είναι πραγματικό και ποιο ονειρικό.

Μόνο που όταν όλος ο γοητευτικός λαβύρινθος της ζωής του Τομ στο Παρίσι και μέσα στο μυαλό του καταλήξει στην κορύφωσή του, το φινάλε μοιάζει μικρό και αφηρημένο. Αν και σχετικά ανοιχτό, αναφέρεται οπωσδήποτε και μάλλον αλαζονικά στο πορτρέτο του καταραμένου ποιητή που θυσιάζει τα πάντα για την τέχνη του, παρότι αυτή η θυσία μοιάζει παράξενα με ευκολία. Ο Παβλικόφσκι έχει, κατά στιγμές, τη βαρυσήμαντη προσέγγιση και την εστέτ επιτήδευση του παλαιού ευρωπαϊκού κινηματογράφου κι αυτό φαίνεται κυρίως στην επιθυμία του όλα να έχουν ένα ανώτερο νόημα.

Ωστόσο, με μια εκπληκτική φωτογραφία, ένα μπαρόκ, πονεμένο πάθος, τον Ιθαν Χοκ να κρατά, από το πρώτο πλάνο, αναπόσπαστη την προσοχή και την Κριστίν Σκοτ Τόμας να ενσαρκώνει με σαγήνη τη femme fatale – μητέρα – μέντορα, «Η Γυναίκα του Πέμπτου», στη σύντομη διάρκειά της, αφήνει τη σφραγίδα ενός ίσως όχι αποτελεσματικού σεναριογράφου, αλλά σίγουρα γοητευτικού σκηνοθέτη.