Από τον τίτλο «Μις Μάμα» στα επαρχιακά καλλιστεία του 1971, στον δρόμο, λόγω της ζήλιας του συζύγου της η Αννα, σέξι θηλυκό αλλά και μητέρα, ξεκινά μια πορεία που θα γεμίσει τραύματα τα δυο νεαρά παιδιά της. Αλλαγές σπιτιών, ανδρών, επαγγελμάτων, συναισθηματικές περιπέτειες, φτωχή ζωή, πλούσιες καμπύλες. Στο σήμερα, η ζωντανή εκείνη γυναίκα πεθαίνει από καρκίνο και τα παιδιά της επιστρέφουν στο πλάι της. Ο γιος της Μπρούνο, κλεισμένος στον εαυτό του, διστακτικός με τους ανθρώπους θα γίνει ο οδηγός μας σε μια επιστροφή στο παρελθόν τους, η ίδια ένα παράδειγμα για έναν μάλλον όχι ιδανικό, αλλά απόλυτα δικό της τρόπο να ζεις και να πεθαίνεις.

Η Ιταλίδα «mamma» μπορεί και να αποτελεί από μόνη της κινηματογραφικό είδος, που αναμφίβολα έχει γνωρίσει καλύτερες στιγμές από αυτό το τόσο γνώριμο που καταντά κουραστικό και τόσο απλοϊκό που σε εξοργίζει, μελόδραμα. Η ιστορία ενός σχεδόν μισάνθρωπου καθηγητή που επιστρέφει στο πλευρό της μητέρας του που πεθαίνει από καρκίνο και ξαναζεί μέσα από εξαντλητικά flash back την δύσκολη παιδική του ηλικία, έχει φτιαχτεί με μόνο στόχο να συγκινήσει. Με κάθε τίμημα.

Βουτηγμένο στην νοσταλγία για μια Ιταλία που μοιάζει περισσότερο φιλμικό κατασκεύασμα παρά χώρα που υπήρξε κάποτε στ αλήθεια, με την χρωματική παλέτα, το συναισθηματικό βάθος και την εικονογραφία διαφήμισης ζυμαρικών (αλλά δυστυχώς όχι με την ίδια διάρκεια) «Η Γυναίκα της Ζωής μου» είναι μια ξεδιάντροπη συρραφή από κλισέ και εκβιαστικές τρικλοποδιές στο ψυχισμό σου που σε κάνουν να θες να φωνάξεις «basta!».

Ξεκινώντας από τον χαρακτήρα της μητέρας που από την πρώτη στιγμή συστήνεται σαν μια σέξι λαϊκή φιγούρα με «τσαγανό» και νάζι που μηδενίζει την απόσταση στο δίπολο «μητέρα/πόρνη» και ξεδιπλώνοντας την ίδια «λαϊκίστικη» αντίληψη στον τρόπο που χειρίζεται τα πάντα από τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς μέχρι τον καρκίνο, αντικαθιστά το σενάριο με μια σειρά από φωτογενή στιγμιότυπα και την συναισθηματική εξέλιξη με κορώνες εύκολης κωμωδίας και φτηνού μελοδραματισμού.

Δυστυχώς το φιλμ του Πάολο Βίρτζι πάσχει από τα ίδια ελαττώματα που κάνουν τις μεγάλες παρέες Ιταλών το χειρότερο που μπορεί να σου τύχει σε μια ερημική αυγουστιάτικη παραλία: δεν σταματά μπροστά σε τίποτα προκειμένου να γίνει εντυπωσιακό, είναι θορυβώδες, φωνακλάδικο, απόλυτα προβλέψιμο. Σύμφωνοι, μπορεί κατά στιγμές να είναι «ζωντανό», προσεγμένο, ακόμη και σέξι, αλλά συνολικά η μεγαλύτερη επιθυμία που σου γεννά είναι να μπορούσες να σηκωθείς από τη θέση του και να ρίξεις μια γερή σφαλιάρα σε όλους όσους είναι υπεύθυνοι γι αυτή την παρέλαση «θορύβου» και «κλισεδούρας» που ξετυλίγεται μπροστά σου.

Κάτι που δυστυχώς, είναι πιο εύκολο να γίνει στην παραλία, απ ότι στο σινεμά...