Στηριγμενο σε μια απολαυστική ερμηνεία της Ζοριτσα Νούσεβα, μιας κωμικής ηθοποιού στον πρώτο της σημαντικό ρόλο στο σινεμά και σε ένα σενάριο που προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις από την αιχμηρη σάτιρα, την γελοιότητα και την απελπισία απέναντι σε μια αμετακίνητα αρτηριοσκληρωτική κοινωνία, το «Υπάρχει Θεός, το Ονομά της Είναι Πετρούνια» βρίσκει έναν ενδιαφέροντα τρόπο να μιλήσει για κάποιες πολύ γνωριμίες παθογένειες της βαλκανικής χερσονήσου αλλά και για την θέση της γυναίκας στον κόσμο των ανδρών ασχέτως γεωγραφικών περιορισμών.
Τοποθετημένη σε μια θλιβερή πολίχνη της Βόρειας Μακεδονίας, το φιλμ μας συστήνει την ηρωίδα του από το πρώτο κι όλας πλάνο, μια ελαφρώς παραιτημένη 32χρονη γυναίκα με σπουδές αλλά πια χωρίς φιλοδοξίες σε μια χώρα όπου το να βρεις δουλειά δεν είναι καθόλου εύκολο ειδικά όταν ένας υποψήφιος εργοδότης της, της ξεκαθαρίζει ότι δεν θα πάρει την θέση γιατί «είσαι τόσο άσχημη που δεν θέλω καν να σε πηδήξω» -αφού όμως πρώτα έχει βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.
Η Πετρούνια μοιάζει με μια σφιγμένη γροθιά, με ένα τεντωμένο λάστιχο έτοιμο να εκτοξευθεί προς έναν στόχο -συχνά την ίδια την μητέρα της και συχνά δικαιολογημένα, αφού για παράδειγμα καθ οδόν προς την προαναφερθείσα συνέντευξη, εκείνη την κυνηγά για να της υπενθυμίσει να πει ψέματα για την αληθινή της ηλικία.
Και η έκρηξή της θα έρθει με μάλλον απροσδόκητο τρόπο, όταν ανήμερα των θεοφανείων κι ενώ οι άντρες βουτάνε για τον σταυρό, η Πετρούνια θα τον δει να περνά από μπροστά της θα πηδήξει στο νερό και θα τον πιάσει. Και παρά τις έντονες αντιδράσεις των λεβέντηδων της πόλης για το πως μόνο οι άντρες έχουν δικαίωμα να το κάνουν και τις παραινέσεις του ιερέα, θα αποφασίσει ότι ο σταυρός της ανήκει και δεν θα τον γυρίσει πίσω, ακόμη κι όταν βρεθεί στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, έστω κι αν δεν έχει επισήμως συλληφθεί.
Με τις αστυνομικές αρχές, την εκκλησία ακόμη και την μητέρα της να προσπαθούν να την πείσουν «να λογικευτεί» το πλήθος των οργισμένων ανδρών να συγκεντρώνεται έξω από το αστυνομικό τμήμα και μια τηλεοπτική ρεπόρτερ να βλέπει στο πρόσωπό της μια ηρωίδα εναντίον της πατριαρχίας, σύντομα η «ξεροκεφαλιά» της Πετρούνια παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ΄όσο και η ίδια μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Η Μιτέβσκα μπορεί να μην λέει κάτι αληθινά καινούριο, και να μην αποφεύγει ευκολίες ή κοινοτοπίες ή και κάποιες επιλογές που μοιάζουν αταίριαστες -όπως για παράδειγμα το αναδυόμενο ρομάντζο της ηρωίδας της με έναν τρυφερό αστυνομικό / σωτήρα κάτι που την κάνει να φλερτάρει με το κουρασμένο κλισέ της «δεσποινίδας σε κίνδυνο»- αλλά σε γενικές γραμμές η ματιά της είναι τολμηρή, έξυπνη και ακανθώδης.
Για κάθε διδακτική στιγμή ή ατάκα όπως το «είμαι γυναίκα, όχι ηλίθια» (οι οποίες πληθαίνουν στο τελευταίο μέρος της ταινίας) η Μιτέβσκα και η Νούσεβα δινουν στην Πετρούνια αρκετές ευκαιρίες να γίνει ενοχλητική, ακόμη κι αντιπαθής (όπως σε μια σκηνή που κυριολεκτικά δέρνει τη μητέρα της) κατορθώνοντας να μην ζαχαρώνουν το χάπι μια ταινίας που ακόμη κι αν ενδιαφέρεται να ικανοποιήσει το κοινό της, δεν φοβάται να ποτίσει το χιούμορ της με «δηλητήριο».
Και κυρίως να βάλει στο στόχαστρό της οποιαδήποτε κοινωνική σταθερά ή θεσμό, από την εκκλησία, την αστυνομία, την οικογένεια και φυσικά την πατριαρχία, μέχρι την διεκδίκηση της ιστορίας του Μέγα Αλέξανδρου από την γειτονική χώρα. Οταν ο διοικητής της αστυνομίας μαθαίνει ότι έχει σπουδάσει ιστορικός την ρωτά ποια είναι η αγαπημένη της ιστορική περίοδος για να σοκαριστεί από το γεγονός ότι δεν «σέβεται την ιστορία τους» όταν εκείνη του απαντήσει ότι δεν είναι αυτή του Αλεξάνδρου, μα η Κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση.
Κι υποθέτουμε σε μια χώρα σαν την Βόρεια Μακεδονία που στήριξε το σύγχρονο αφήγημα της ύπαρξής της σε μια επίμονη, προπαγανδιστική «αλεξανδρομανία», μια τέτοια άρνηση είναι πιθανότατα η πιο μεγάλη προσβολή.