«Free Solo» στην ορολογία των αναρριχητών ονομάζονται οι επικίνδυνες μοναχικές αναβάσεις χωρίς σχοινί, ή άλλο εξοπλισμό ασφαλείας σε κατακόρυφους βραχώδεις μονόλιθους, όπου ένας λάθος μικροϋπολογισμός στην κατανομή της βαρύτητας του σώματός σου ισοδυναμεί με βουτιά στο θάνατο. Ο 30χρονος Αλεξ Χόνολντ έχει πάνω από 1000 τέτοιες αναρριχήσεις στο βιογραφικό του – μία εμπειρία που του έχει χαρίσει καταξίωση, φήμη και χρήματα από αθλητικούς σπόνσορες, ώστε να ζει όπως ακριβώς επιθυμεί: στο βανάκι που έχει μετατρέψει σε τροχόσπιτο, παρκάροντας στους πρόποδες του επόμενου πρότζεκτ.
Και το επόμενο πρότζεκτ για τον Αλεξ είναι όνειρο ζωής – άπιαστο, απάτητο, αχαρτογράφητο, ανατριχιαστικό. Η αναρρίχηση του «Ελ Καπιτάν», ενός επιβλητικού γρανιτένιου ογκόλιθου, ύψους 914 μέτρων, στο εθνικό πάρκο Γιοσέμιτι της Σιέρα Νεβάδα. Η κάθετη, λεία επιφάνειά του εγγυάται αποστολή αυτοκτονίας. Ακόμα και με σχοινιά, 112 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί (δύο από αυτούς μετά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ) επιχειρώντας να αναμετρηθούν με τον όγκο του, αλλά και με τα δικά τους όρια. Κανείς όμως, ποτέ στην ιστορία, δεν είχε επιχειρήσει μία free solo ανάβαση του Ελ Καπιτάν. «Γιατί; Κοίταξέ το. Είναι τρομαχτικό!» απορρίπτει την ιδέα με αμήχανο ξεκάρδισμα ο Αλεξ στην αρχή του ντοκιμαντέρ. Μέσα του όμως, το έχει ήδη αποφασίσει.
Το γιατί ένας 30χρονος υγιής άνθρωπος παίρνει μία τέτοια απόφαση είναι κι η καρδιά της ταινίας. Ναι, κανείς μπορεί να δει το ντοκιμαντέρ των Ελίζαμπεθ Tσάι Βασαρχίλι και Τζίμι Τσιν ως την αποτύπωση ενός υπεράνθρωπου, αξιοθαύμαστου άθλου. Και είναι. Το δίδυμο των κινηματογραφιστών, που πριν λίγα χρόνια μάς έδωσε το επίσης αξιόλογο «Meru», είναι μάστερ στην καταγραφή πανοραμικών στιγμών αναμέτρησης του ανθρώπου με τη φύση – με τις κάμερες να κρέμονται από το διπλανό σχοινί, τα drones να προσφέρουν σινεμασκόπ πλάνα που μάς βουτούν στο κενό και με μοντάζ που σταματά για δευτερόλεπτα την καρδιά μας. Το ριψοκίνδυνο σκηνοθετικό τους βλέμμα και η μαεστρία τους στο ρυθμό, κάνουν το «Free Solo» μία σωματική σχεδόν εμπειρία. Κάτι που δεν μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς, ενώ ταυτόχρονα αποστρέφεις το βλέμμα. Στο ίδιο δευτερόλεπτο.
Ο τόνος όμως του ντοκιμαντέρ δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα δοξαστικός. Κοιτώντας τον Αλεξ να γαντζώνει τα ακροδάχτυλα του σε βαθουλώματα ελάχιστων χιλιοστών, προκαλώντας με κάθε κίνηση τους νόμους της βαρύτητας, αναρωτιέσαι αν δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα στο έδαφος, από το οποίο θα μπορούσε να «γαντζωθεί». Αν η συνεχής, εμμονική αναμέτρηση με το θάνατο, είναι το μοναδικό κίνητρο για ζωή. Αν, όπως ο ίδιος ομολογεί, «το σκοτεινό βαθύ πηγάδι της χαμηλής αυτοεκτίμησης» τον κάνει να κοιτά μόνο ψηλά. Οι μικρές χαραμάδες – μικρότερες κι από αυτές που πατά με αυτοπεποίθηση τα νύχια των ποδιών του- από τις οποίες μάς επιτρέπεται να κοιτάξουμε την προσωπική του ζωή, το θάνατο του πατέρα, την ψυχρή μητέρα, την πρώτη του εμπειρία με μόνιμη σχέση, είναι αποκαλυπτικές.
Οχι, η δραματουργική επιτυχία του ντοκιμαντέρ δεν είναι (μόνο) η ταυτόχρονη αναρρίχησή μας σε μια κορυφή. Είναι η ελεύθερη πτώση μας από το μελαγχολικό βλέμμα ενός «αιώνιου αγοριού» (ακόμα και το φιζίκ του Αλεξ, με τα πεταχτά αυτιά και τα τεράστια μάτια θυμίζει αγοράκι). Δεν βλέπουμε μόνο, μπαίνουμε στις θέσεις όλων. Οι Βασαρχίλι και Τσιν (ζευγάρι και στη ζωή) είναι οι κολλητοί του. Η ομάδα έμπειρων αλπινιστών κινηματογραφιστών που πλαισιώνουν το συνεργείο είναι επίσης φίλοι και συνεργάτες χρόνων. Κι αυτό θέτει και μία τρίτη διάσταση στο ντοκιμαντέρ: υπάρχει ηθική στην εικόνα; Πού κλείνεις την κάμερα; Ή ποιος θα τολμήσει να την κρατά τη στιγμή που ο φίλος του βουτά στο θάνατό του; Γιατί, τίποτα δεν εγγυάται το αντίθετο. Στην επί μήνες -με σχοινιά- προπόνησή του, ο Αλεξ πάντα, μα πάντα, σε ένα σημείο πέφτει.
Το τελευταίο 20λεπτο, το οποίο καταγράφει αυτό που οι Times αποκάλεσαν «το μεγαλύτερο άθλο, σε οποιοδήποτε άθλημα στην Ιστορία», είναι για γερά νεύρα. Παρακολουθούμε έναν άνθρωπο που δεν τον έχουν ποτέ αγκαλιάσει να αγκαλιάζει με εμπιστοσύνη κι απόγνωση το βράχο, να χάνεται στο τρανς του για να βρει τον εαυτό του, να μην εκδηλώνει κανένα συναίσθημα, ενώ οι οπερατέρ, από την αγωνία, δεν κοιτάνε ούτε το φακό.
Ναι, το ντοκιμαντέρ του National Geographic, που επάξια κέρδισε το Οσκαρ 2019, είναι μία άσκηση σε κυριολεκτικό και συναισθηματικό vertigo. Μία μελέτη για τις κορυφές που ονειρευόμαστε με πάθος, εμμονή, αλλά και ψυχική διαταραχή. Το φλερτ με το κενό που κουβαλάμε: ή θα το αγνοήσουμε κοιτώντας όλο και πιο ψηλά, ή θα πέφτουμε στη δίνη του - free solo.