Υποψήφιος για έξι Οσκαρ το 1941 και μεγάλη επιτυχία στην εποχή του (περισσότερο καλλιτεχνική παρά εισπρακτική, λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής), ο «Ξένος Ανταποκριτής» του Αλφρεντ Χίτσκοκ στέκεται σήμερα (και παραφράζοντας τον ελληνικό τίτλο ενός από τα αριστουργήματα του) στη σκιά των (σίγουρα όχι μόνο τεσσάρων) κορυφαίων δημιουργιών της φιλμογραφίας του, αποτελεί όμως αναμφίβολα ένα χαρακτηριστικό δείγμα της μεγαλοφυίας του οράματός του Βρετανού σκηνοθέτη και η επανέκδοση του αυτή τη βδομάδα στους θερινούς κινηματογράφους και σε νέες ψηφιακές κόπιες είναι μια ιδανική ευκαιρία για την εκ νέου επανεκτίμησή του.
Γυρισμένο την ίδια χρονιά με την κλασική και διαχρονική πλέον «Ρεβέκκα» (υποψήφια και αυτή την ίδια χρονιά και νικήτρια του Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας), το «Ξένος Ανταποκριτής» ήταν η δεύτερη ταινία που σκηνοθέτησε ο Χίτσκοκ στην Αμερική, ένα χρόνο μετά τη μετανάστευσή του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Από πολλές απόψεις, ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστικά «χιτσκοκική» ταινία του Χίτσκοκ στο Χόλιγουντ και μια οργανική συνέχεια της βρετανικής περιόδου του, ενώ η «Ρεβέκκα» ήταν περισσότερο προϊόν της δημιουργικής σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης του σκηνοθέτη με τον μεγαλοπαραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ. Οπως είχε δηλώσει, άλλωστε, ο ίδιος ο Χίτσκοκ στη θρυλική πλέον συνέντευξη του στον Φρανσουά Τριφό «η "Ρεβέκκα" δεν είναι μια ταινία του Χίτσκοκ, της λείπει το χιούμορ».
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί μ’ αυτή την κατασκοπική περιπέτεια ο δαιμόνιος σκηνοθέτης αισθάνθηκε ότι βρίσκεται περισσότερο στο στοιχείο του. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζόνι Τζόουνς, ο οποίος στέλνεται από την εφημερίδα του στη Νέα Υόρκη στην Ευρώπη για να παρακολουθήσει απο κοντά τις προσπάθειες του σημαντικού «Παγκόσμιου Oργανισμού για την Ειρήνη» που συνεργάζεται με έναν ειρηνιστή Ολλανδό πολιτικό, είναι ο (αρχε)τυπικός χιτσκοκικός ήρωας. Στη Γηραιά Ηπειρο και με το ψευδώνυμο Χάντλεϊ Χάβερστοκ, ο Τζόουνς θα ζήσει από κοντά την διπλωματική και πολιτική ένταση που μοιάζει να οδηγεί νομοτελειακά κι αναπόφευκτα στην ένοπλη σύρραξη και θα βρεθεί αναμενόμενα στο επίκεντρο ενός κατασκοπικού θρίλερ, όταν γίνει μάρτυρας της δολοφονίας του Ολλανδού πολιτικού και ερωτευτεί την κόρη του αρχηγού του οργανισμού. Φυσικά, όμως, τίποτα δεν είναι όπως δείχνει, και με έναν απόλυτα χιτσκοκικό τρόπο ο Τζόουνς θα έρθει αντιμέτωπος με έναν κόσμο συνεχών ανατροπών, διπλοπροσωπιών και καταδιώξεων, οι οποίες θα κορυφωθούν μαεστρικά, όσο ο δημοσιογράφος ζει στην κυριολεξία τη μεγάλη είδηση που έψαχνε.
Οταν ο Χίτσκοκ ανέλαβε τα σκηνοθετικά ηνία, η ταινία βρισκόταν στο στάδιο της παραγωγής ήδη από το 1935 και ο παραγωγός της Γουόλτερ Γουάντζερ προσπαθούσε ανεπιτυχώς και με συνεχείς αλλαγές στο σενάριο (προκειμένου η ταινία να είναι επίκαιρη με τα καταιγιστικά γεγονότα στην Ευρώπη) να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα απομνημονεύματα του πολεμικού ανταποκριτή Βίκτορ Σιάαναν με τίτλο Personal History. Μετά τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των Λιούις Μάιλστοουν και Γουίλιαμ Ντίτερλε, ο δανεικός από τον Ντέιβιντ Ο΄Σέλζνικ Χίτσκοκ ανέλαβε το πρότζεκτ με την πλήρη καλλιτεχνική και δημιουργική ελευθερία να ολοκληρώσει μια ταινία για έναν πολεμικό ανταποκριτή στην Ευρώπη εκείνης της περιόδου. Κι ενώ αυτό που θα εξελισσόταν σταδιακά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ήδη ξεκινήσει με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, ο Χίτσκοκ, ήδη απασχολημενος με τα γυρίσματα του Ρεβέκκα, ανέθεσε εκ νέου το σενάριο της ταινίας στη σύζυγό του Άλμα Ρεβίλ και στη γραμματέα και συνεργάτιδά του Τζόαν Χάρισον, το οποίο εν συνεχεία επεξεργάστηκε ο ίδιος μαζί με τον σεναριογράφο των ταινιών της αγγλικής περιόδου του σκηνοθέτη Τσαρλς Μπένετ, ενώ ούτε λίγο ούτε πολύ δώδεκα άτομα ενεπλάκησαν τελικά στη συγγραφή του σεναρίου!
Ολες αυτές οι μακροχρόνιες διαβουλεύσεις και διεργασίες επηρέασαν αναπόφευκτα το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο στερείται τη δραματουργική καθαρότητα των υπόλοιπων, προγενέστερων και μεταγενέστερων, έργων του σκηνοθέτη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε το ήδη καταιγιστικό zeitgeist και την αμήχανη μέχρι τότε πολιτική της ουδετερότητας των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο που εξελισσόταν στην απέναντι ήπειρο. Το σαρδόνιο χιούμορ του σκηνοθέτη και η απαράμιλλη σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ, όπως αυτή αποκαλύπτεται θριαβευτικά σε τρεις τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας, δυναμιτίζονται από την εμβόλιμη και παράταιρη (ειδικά σήμερα) προπαγάνδα, κάποιες μελοδραματικές κορώνες ειδικά στην αρχή και στο τέλος (που προστέθηκαν την τελευταία στιγμή, μία μόλις βδομάδα πριν τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου) και την προβληματική χημεία του πρωταγωνιστικού ζεύγους των Τζόελ Μακ Ρέα και Λαρέιν Ντέι (ο Χίτσκοκ ήθελε τον Γκάρι Κούπερ και μία εκ των Μπάρμπαρα Στάνγουικ και Τζόαν Μπένετ, να πρωταγωνιστήσουν, αλλά λόγω των συμβολαίων με άλλα στούντιο και της απροθυμίας των τριών αστέρων το σχέδιο ναυάγησε).
Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαράμιλλη ικανότητα του Βρετανού σκηνοθέτη να ενορχηστρώνει ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες το ετερόκλητο υλικό του σε ένα ακόμα κινηματογραφικό μάθημα διαχείρισης του σασπένς και χειραγώγησης των απαιτήσεων και των επιθυμιών του θεατή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι όταν είδε την ταινία ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, δήλωσε πως είναι ένα αριστούργημα της προπαγάνδας. Ακόμα και επτά σχεδόν δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του και με ένα τελείως διαφορετικό context, ο «Ξένος Ανταποκριτής», χωρίς να διαθέτει το βάθος όσων θαυμαστών δημιούργησε ο Χίτσκοκ τα επόμενα χρόνια στο Χόλιγουντ, εξακολουθεί να συγκινεί και συναρπάζει.