Η «Προφητεία» του Ρίτσαρντ Ντόνερ, σχεδόν 50 χρόνια μετά, καταφέρνει ακόμη να στοιχειώνει και να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απόλυτου τρόμου. Οχι χρησιμοποιώντας τη βία και το gore για να προκαλέσει, αν και ενίοτε υποκύπτει και σε αυτό, αλλά κυρίως γιατί χρησιμοποιεί ως βάση ότι το απόλυτο Κακό υπάρχει ήδη ανάμεσά μας και κυκλοφορεί στην πιο αγνή του μορφή, όχι ως ανθρωπόμορφο τέρας αλλά στο πρόσωπο ενός μικρού παιδιού.

Το ερώτημα παραμένει: όταν συνειδητοποιήσεις κάτι τέτοιο αφήνεις το Κακό να μεγαλώσει ή το κόβεις από την ρίζα του;

Δύσκολο ερώτημα που έχει, σίγουρα, ακόμα πιο δύσκολη απάντηση σε μια ταινία που έχει αφήσει το στίγμα της στο είδος του θρησκευτικού τρόμου με τα πλάνα της, τις ερμηνείες τόσο του Γκρέγκορι Πεκ όσο και του Χάρβεϊ Στίβενς στο ρόλο του μικρου΄ Ντάμιεν, αλλά και την απαράμιλλη οσκαρική μουσική του Τζέρι Γκόλντσμιθ, με το υποψήφιο για Οσκαρ τραγούδι/ύμνος «Ave Satani» να προκαλεί ακόμα ανατριχίλες.

Δυο σίκουελ μετά (τρία αν λάβουμε υπόψιν και την τηλεοπτική ταινία του 1991) κι ένα remake της πρώτης ταινίας του 2006, καμία ταινία δεν κατάφερε να φτάσει την πρώτη τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στον τρόμο που προκάλεσε στους θεατές της. Τώρα, ένα reboot/prequel προσπαθεί να τιμήσει την κληρονομία της πρώτης ταινίας και να πετύχει εκεί που οι υπόλοιποι απέτυχαν, φέρνοντας την ιστορία εκεί που ξεκίνησαν όλα, στην γέννηση του απόλυτου Κακού, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόμο για μια νέα γενιά θεατών, θέλοντας ταυτόχρονα να δημιουργήσει μια ιστορία που να στέκεται και μόνη της. Το κακό είναι όμως πως όχι μόνο κι αυτό δεν φτάνει τα επίπεδα της ταινίας του Ντόνερ αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς σε όλα όσα θέλει να πει.

Βρισκόμαστε στο 1971 όταν η νεαρή Μάργκαρετ, μία Αμερικανίδα δόκιμη μοναχή, φτάνει στη Ρώμη για αφοσιωθεί στην υπηρεσία της εκκλησίας. Εκεί συναντά ένα σκοτάδι που την κάνει να αμφιβάλει για την πίστη της, ενώ αποκαλύπτει μία τρομαχτική συνωμοσία που στοχεύει στη γέννηση του ενσαρκωμένου Κακού.

Η Αρκασα Στίβενσον, σκηνοθέτης επεισοδίων των τηλεοπτικών σειρών «Legion» και «Briarpatch», κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με μια ταινία η οποία μοιάζει σαν ένα, στην καλύτερη περίπτωση, συνονθύλευμα από άλλες καλύτερες ταινίες. Προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ταινία έχοντας το δικό της όραμα για αυτή, αλλά ταυτόχρονα αποτίνοντας φόρο τιμής στην ταινία του Ντόνερ αναπαράγει μερικές από τις πιο εμβληματικές σκηνές εκείνης της ταινίας, προδίδοντας ότι ενδιαφέρεται περισσότερο να «χτυπήσει» πάνω σε όλα εκείνα γνώριμα τα κλισέ του είδους του θρησκευτικού τρόμου.

Μόνο που αυτά στην καλύτερη λειτουργούν εναντίον της (στην χειρότερη προκαλούν είτε χασμουρητά είτε αυθόρμητα γέλια), σέρνοντας την ταινία σε έναν βούρκο από χλιαρά jump scares, μια χωρίς συνοχή πλοκή με αναμενόμενες και προβλέψιμες ανατροπές, χάρτινες ερμηνείες κι ένα ανεκδιήγητο φινάλε. Ακόμα και ατμόσφαιρά που πάει να χτίσει μοιάζει σε στιγμές να σε πνίγει από τις αμέτρητους μισοφωτισμένους διαδρόμους, τις μαυροφορεμένες καλόγριες και μια ομιχλώδη Ρώμη (η οποία που σε στιγμές θυμίζει κάτι από Λονδίνο).

Ισως αν υπήρχε ένα σενάριο που να τα έδενε όλα αυτά με έναν πιο ενδιαφέροντα τρόπο, τότε μπορεί όλα να είχαν κάποιο νόημα. Προσπαθώντας να δέσει την ιστορία της με γεγονότα του σήμερα, την σέρνει μέσα σε μια αχρείαστη διάρκεια δυο ωρών, φέρνοντας στο προσκήνιο την απομάκρυνση της νεολαίας από την θρησκεία, την τυραννία και την χειραγώγηση των μαζών από την Εκκλησία, μπλέκοντας μέσα σε όλα αυτά και την γυναικεία χειραφέτηση, με την ταινία ποτέ να μην αποκτά έναν ξεκάθαρο χαρακτήρα (σε αντίθεση με την αρκετά καλύτερη «Ασπιλη» του Μάικλ Μόχαν που προβάλλεται αυτήν την εποχή στις αίθουσες).

«Ο Πρώτος Οιωνός» αμαυρώνει την κληρονομία της κλασικής ταινίας του Ντόνερ, καθώς μοιάζει να είναι το πρώτο (κακό) σημάδι μιας νέας (κακής) σειράς ταινιών. Κάτι που φαίνεται πως, δυστυχώς, και πάλι ούτε με ολονύχτια προσευχή και μετάνοια δεν πρόκειται να αποφύγουμε...