H αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό τα πράγματα στον μαγικό κόσμο του Χάρι Πότερ δεν ήταν και τόσο ευχάριστα.

Μετά και την τελευταία ταινία «Φανταστικά Ζώα: Τα Εγκλήματα του Γκρίντελβαλντ» και τα όσα συνέβησαν με τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, πολύς κόσμος είχε αρχίσει να πιστέψει πως η μαγεία έχει αρχίσει να χάνεται. Η Warner όμως, δείχνει, ότι δεν το βάζει εύκολα κάτω.

Ακόμα και τώρα προσπαθεί να αποδείξει η φλόγα της αγάπης του κόσμου για το σύμπαν και τους χαρακτήρες της Ρόουλινγκ είναι ακόμα δυνατή και, αν παραφράσουμε τον Ντάμπλντορ, η μαγεία υπάρχει ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους, αρκεί κάποιος να ξέρει να ανάψει το φως. Και κάπως έτσι με τη νέα ταινία «Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ» θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ξανά σε όλα αυτά, και να προσπαθήσει να δώσει παράλληλα ένα αέρα αναζωογόνησης στην σειρά. Αν και τα καταφέρνει κάπως καλύτερα από την προηγούμενη ταινία, με φαντασμαγορικές στιγμές διασκέδασης και σπίθες πραγματικής μαγείας, δεν παύει όμως να είναι μια υπερφορτωμένη ταινία η οποία να προσπαθεί σκληρά να γίνει κάτι που δεν μπορεί να είναι: ένας νέος Χάρι Πότερ.

Η υπόθεση χωρίς πολλά spoilers θέτει το πλαίσιο της δράσης.

Ο καθηγητής Αλμπους Ντάμπλντορ γνωρίζει ότι ο πανίσχυρος σκοτεινός μάγος Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ κινείται για να πάρει τον έλεγχο του Κόσμου των Μάγων. Ανίκανος να τον σταματήσει μόνος του, αναθέτει στον Μαγικοζωολόγο Νιουτ Σκαμάντερ να ηγηθεί μιας ατρόμητης ομάδας μάγων, μαγισσών και ενός γενναίου μαγκλ φούρναρη σε μια επικίνδυνη αποστολή, όπου συναντούν παλιά και νέα ζώα και συγκρούονται με την ενισχυμένη λεγεώνα του Γκρίντελβαλντ. Αλλά με τόσα πολλά να διακυβεύονται, πόσο καιρό μπορεί ο Ντάμπλντορ να παραμείνει αμέτοχος;

Δεν είναι τυχαίο, ότι τα πιο όμορφα σημεία της ταινίας δεν κρύβονται στις σκηνές δράσης, ή κάτω από διάφορα φαντασμαγορικά νέα ζώα και ξόρκια, αλλά όταν η ίδια αποφασίζει, στις πιο ήρεμες στιγμές της, να μας μεταφέρει πίσω στα γνώριμα μέρη του Χόγκουαρτς και των περιχώρων του, όπως το χωριό του Χόγκσμιντ. Αν και οι στιγμές αυτές είναι ελάχιστες και πολύ μικρές σε διάρκεια, κρύβουν μέσα τους όλη την ψυχή της ταινίας αλλά και τη μαγεία που χρειάζεται το σύμπαν αυτό για μην καταρρεύσει συθέμελα.

Και η αλήθεια είναι πως ο βετεράνος σεναριογράφος του «Potterverse» Στιβ Κλοβς, ο οποίος επιστρέφει για να γράψει το σενάριο της ταινίας μαζί με την ίδια τη Ρόουλινγκ, μπορεί να το σώζει από την απόλυτη καταστροφή με ένα σενάριο το οποίο είναι λιγότερο μπερδεμένο από τα προηγούμενα, χωρίς άσκοπες αφηγηματικές πλοκές και άστοχες και μπερδεμένες αποφάσεις των χαρακτήρων του, παρόλα αυτά όμως δεν παύει να είναι «με το ζόρι» ενδιαφέρον.

Και αυτό γιατί και πάλι μοιάζει φορτωμένο υπερβολικά με νέους χαρακτήρες, πολλά σεναριακά κενά και ευκολίες και φυσικά μια πλοκή που την χαλάει η αρκετή μυστικοπάθεια. Ναι, μπορεί η ταινία να λέγεται «Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ» αλλά το σενάριο σου δίνει τα ελάχιστα στοιχεία για το πως προχωράει η πλοκή του, αφήνοντάς σε στο μαύρο σκοτάδι στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του, καταλήγοντας ως το τέλος σε κάνει να μην σε ενδιαφέρει και πολύ για το τι πρόκειται να συμβεί.

Ισως σε αυτό θα βοηθούσε περισσότερο εάν η ταινία δεν προσπαθούσε να χωριστεί ανάμεσα σε τρεις πρωταγωνιστές, τον Ντάμπλντορ του Τζουντ Λο, τον Γκρίντελβαλντ του Μαντς Μίκελσεν και τον Νιουτ Σκαμάντερ του Εντι Ρέντμεϊν. Αν και όλοι τους χαρισματικοί και δίνουν μια βαρύτητα στους χαρακτήρες τους με την ερμηνεία τους, ο Λο και ο Μίκελσεν καταφέρνουν να κλέψουν τις εντυπώσεις. Από τη μια ο Λο αυτή την φορά φαίνεται πως έχει καταφέρει να νιώσει πιο άνετα στον χαρακτήρα του μια αναγκαία ζεστασιά μετατρέποντας τον Ντάμπλντορ σε μια ήρεμη δύναμη. Και από την άλλη ο Μίκελσεν (ο οποίος αντικατέστησε τον Τζόνι Ντεπ), μπορεί να παίζει τον Γκρίντελβαλντ ως ψυχρό και αμείλικτο, αλλά πάντα με μια απαραίτητη δόση ανθρωπιάς. Και η χημεία τους είναι εξαιρετική, κάτι που φαίνεται μάλιστα από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, με την ένταση μεταξύ τους να μπορείς να την κόψεις με μαχαίρι.

Από την άλλη η σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Γέιτς μοιάζει για άλλη μια φορά εντελώς διεκπεραιωτική. Προσπαθεί να την κινηματογραφήσει ως μια κατασκοπική ταινία, αλλά αποτυγχάνει να πιάσει το κλίμα της αλλά και το τι κάνει μια τέτοιου είδους ταινία πραγματικά ενδιαφέρουσα. Απουσιάζει το σασπένς, αυτή η ίντριγκα που θα ανέβαζαν το ενδιάφερον, ενώ πολλές σκηνές, ναι, εντυπωσιακές και απόλυτα διασκεδαστικές, μοιάζουν τελείως ασύνδετες μεταξύ τους.

Πάντως ακόμα και μετά το τέλος της κι αυτής της ταινίας ένα πράγμα παραμένει σίγουρο. Η μαγεία στο σύμπαν του Χάρι Πότερ κρέμεται από μια κλωστή, η οποία μπορεί με «Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ» να πήρε λίγο πίσω από την δύναμή της, αλλά σύντομα θα χρειαστεί κάτι πολύ περισσότερο από ένα ταξίδι στο Χόγκουορτς για να την σώσει από βασανιστική κατάρα που την έχει κυριεύσει.