Τι είναι αυτό που «κινεί» το κινηματογραφικό σύμπαν του «Fast & Furious»;
Η πραγματικότητα είναι πως δεν υπάρχει μόνο μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Από τις αστείρευτα εντυπωσιακές σκηνές δράσης και τα γρήγορα αυτοκίνητα μέχρι τους χαρισματικούς (και σούπερ σταρ στην πορεία τους) της χαρακτήρες και αυτό που κάνει την ομάδα να είναι δεμένη ως μια οικογένεια, τα πάντα μοιάζουν να τροφοδοτούν την αχόρταγη αυτή μηχανή ενός franchise που κλείνει φέτος δυο δεκαετίες (το λες και εντυπωσιακό) στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να υπάρχει κάποια ένδειξη πως το ντεπόζιτο της έμπνευσης έχει ξεμείνει από καύσιμα. Αλλά με την ένατη ταινία, την δεύτερη σε αυτή την μετά Πολ Γουόκερ εποχή της, η οποία σηματοδοτεί και την επιστροφή του σκηνοθέτη που εκτόξευσε το saga αυτό στα ύψη, Τζάστιν Λιν, το franchise μοιάζει σα να αρχίζει να… χάνει λάδια.
Ο Ντομ Τορέτο που υποδύεται ο Βιν Ντίζελ, ζει μια ήσυχη ζωή μαζί με την Λέτι και τον γιο τους, τον μικρό Μπράιαν, όμως γνωρίζει καλά ότι ο κίνδυνος πάντα θα καραδοκεί στον ορίζοντα. Αυτή τη φορά, η απειλή θα αναγκάσει τον Ντομ να αντιμετωπίσει τις αμαρτίες του παρελθόντος του, αν θέλει να σώσει τους αγαπημένους του ανθρώπους. Η ομάδα του συγκεντρώνεται ξανά, αυτή τη φορά με σκοπό να σταματήσει μια συνωμοσία παγκοσμίων διαστάσεων, στην οποία ηγείται ο πιο ικανός δολοφόνος και ο πιο δεινός οδηγός που έχει αντιμετωπίσει ποτέ. Αυτός ο άνδρας τυχαίνει να είναι ο ξεχασμένος αδερφός του Ντομ, ο Τζέικομπ.
Οπως και στις προηγούμενες ταινίες, έτσι κι εδώ, το σενάριο φαίνεται να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία, θυμίζοντας περισσότερο μια κακογραμμένη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα γεμάτη από σεναριακές ευκολίες με αμέτρητα wtf όπου νεκροί επιστρέφουν από τον τάφο τους και αχρείαστα οικογενειακά δράματα με τις απαιτούμενες ίντριγκες και ανατροπές αποτελούν έναν τρόπο για να προχωρήσει η ταινία από τη μια σκηνή δράσης στην άλλη. Οχι ότι η Σαρλίζ Θερόν δεν δείχνει επικίνδυνα εντυπωσιακή πίσω από την γυάλινη φυλακή της, σαν μια θηλυκή Χάνιμπαλ Λέκτερ, ή ο Τζον Σένα δεν διασκεδάζει δεόντως μέσα στον ρόλο του κακού αδερφού του Ντομ, με όλα τα κλισέ που το ακολουθούν, και με την Ελεν Μίρεν να προσθέτει για άλλη μια φορά την απαραίτητη βρετανική φινέτσα στο καστ.
Το «Fast & Furious» ήταν πάντα ένα franchise που ποτέ δεν το ένοιαζε να πάτα τα πόδια του γερά στη γη και ήδη μέσα στη μισή πρώτη ώρα ο Λιν βάζει πέμπτη και πατάει γκάζι απογειώνοντας τη «φάση» στην, στην κυριολεξία, μέχρι το διάστημα, δείχνοντας αυτοκίνητα να τρέχουν μέσα σε μια ζούγκλα όπου νάρκες ανατινάζονται αριστερά και δεξιά, να περνάνε μια γέφυρα από σχοινιά καθώς εκείνη καταρρέει ή να πέφτουν από γκρεμούς για να πιαστούν από ένα διερχόμενο τζετ. Και αυτό είναι μόνο η αρχή.
Μπορεί να παραμένει στην ψυχή της μια φιλότιμη και διασκεδαστική ταινία, αλλά χωρίς να υπάρχουν κάποια όρια στην δράση και κυρίως χωρίς κάποια συνοχή στους νόμους που την ορίζουν, το σύμπαν της δείχνει να δείχνει τις ρωγμές του μέσα από τον ανεξέλεγκτο παραλογισμό και το ατελείωτο exploitation. Σίγουρα το να βλέπει κάποιος δυο αυτοκίνητα να τρέχουν στους δρόμους μιας μεγαλούπολης με πανίσχυρους μαγνήτες πάνω τους καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, ως και το φινάλε το οποίο είναι γεμάτο από κλασικά εντυπωσιακά κυνηγητά μέσα σε ένα χάος από εκρήξεις μέχρι κι ένα αυτοκίνητο που εκτοξεύεται στο διάστημα με δυο μέλη από την ομάδα του Ντομ να φοράνε στολές κατάδυσης γιατί απλά «λειτουργούν οι αριθμοί» να είναι απόλυτα διασκεδαστικό, κάπου όμως όλο αυτό μοιάζει σαν κάτι το αδικαιολόγητα επιτηδευμένο, ακόμα και όταν προσπαθεί να γίνει πιο meta και να σπάσει τον τέταρτο τοίχο για να δικαιολογήσει όλα όσα συμβαίνουν μαζί με την ανθεκτικότητα των ηρώων της.
Καθώς πλησιάζουμε στο μεγάλο φινάλε του «Fast & Furious» saga, αυτό που μοιάζει να χρειάζεται περισσότερο η σειρά από όλα είναι ένα τελευταίο και γρήγορο pit stop. Ισως έτσι καταφέρει να διορθώσει κάποια από τα μέχρι σήμερα λάθη για να μπει στον τελικό γύρο με περισσότερη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, πατώντας το γκάζι στην τελική ευθεία και τελειώνοντας την κούρσα αυτή με τον πιο εκρηκτικό τρόπο, αφήνοντας πίσω σκόνη, αναμνήσεις και, φυσικά, τις καλύτερες εντυπώσεις.