Στη Νέα Υόρκη των ατέλειωτων ευκαιριών και των εξαντλητικών απαιτήσεων, η Γερμανίδα (παντρεμένη όμως με Αμερικανό) Λένα πλήττει όλο και περισσότερο με την ανέμελη ζωή της στο όμορφο διαμέρισμά της στο Μπρούκλιν, ζώντας χωρίς οικονομικούς περιορισμούς. Η φίλη της, Μαρία όμως, μια κοπέλα που φαινομενικά δεν της μοιάζει με τίποτα (αν και οι δυο φίλες επιμένουν ότι ήρθαν κοντά «επειδή είναι και οι δύο Ευρωπαίες»), ζει στην Νέα Υόρκη το γκρέμισμα των ονείρων της, βλέποντας τις ελπίδες της να εργαστεί ως ηθοποιός να γίνονται όλο και ισχνότερες.
Ο καταλύτης θα είναι η αποκάλυψη ότι ο σύζυγος της Λένα την απατά, γεγονός που για πρώτη φορά κλονίζει την έννοια ασφάλειας της εύπορης Γερμανίδας και την οδηγεί σε μια κρίση ζωής που φαινομενικά δεν πίστευε ποτέ ότι θα βιώσει. Για την Μαρία αυτή η αίσθηση της αβεβαιότητας δεν είναι κάτι καινούριο, η ίδια άλλωστε εργάζεται ως σερβιτόρα, αν και περιστασιακά οι Ελληνες της διασποράς την αναγνωρίζουν από τη δουλειά της στο «Μαχαίρι στην Καρδιά», την σαπουνόπερα όπου κάποτε εμφανιζόταν. Για πρώτη φορά όμως ίσως πραγματικά, οι δύο νεαρές γυναίκες βρίσκονται σε κοινή τροχιά. Θα μπορέσει άραγε η σχέση τους να επιβιώσει της απρόσμενα κοινής εμπειρίας;
Κι αν όλα τα παραπάνω, ακούγονται απλοϊκά, δυστυχώς αυτό συμβαίνει γιατί αυτό ακριβώς είναι, ιδέες που μοιάζουν όχι μόνο κινηματογραφικά κοινότυπες αλλά και συρραφή σκηνών από άλλες, πιο περίπλοκες αφηγήσεις. Είναι εύκολο να δει κανείς της επιρροές της Μέχλερ πίσω από την δημιουργία της ταινίας: η ανεξάρτητη κινηματογραφική DIY σκηνή της Νέας Υόρκης (που δικαιολογεί και το ισχνό budget αλλά και την τραχύτητα της παραγωγής), οι ταινίες μιας καθυστερημένης ενηλικίωσης που βγάζουν ξαφνικά τους ήρωές τους από το κουκούλι της ασφάλειας και οι buddy movies όπου φαινομενικά αταίριαστοι άνθρωποι βιώνουν το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής τους από έναν άνθρωπο που έχει αποτύχει στην δική του προσωπική Οδύσσεια αποτελούν αφηγήσεις που η Μέχλερ οικειοποιείται χωρίς δισταγμό για να πει την δική της κινηματογραφική ιστορία.
Και αυτό δε θα ήταν καθόλου κακό αν η ιστορία αυτή έβγαζε αυθεντικό συναίσθημα, αν η δύναμή της έμοιαζε όντως να πηγάζει από δύο αληθινούς χαρακτήρες που ξαφνικά βρέθηκαν σε αδιέξοδο ή αν είχε έστω τη δυνατότητα να δείχνει αληθινή, αποτυπώνοντας μια συλλογική αφήγηση που αντλεί δύναμη από την ανησυχητική συχνότητα εμφάνισής της εκεί έξω.
Παρά όμως την όποια προσπάθεια (γιατί είναι η αλήθεια ότι η κατά στιγμές η Μέχλερ προσπαθεί γνήσια να ανακαλύψει την «φωτιά» της αφήγησής της, κυρίως όταν η ηρωίδα της παραμένει σιωπηλή κουβαλώντας μόνο με το βλέμμα της το υπαρξιακό της τέλμα), το «Everything is Wonderful» παραμένει συνεχώς φλύαρο χωρίς να είναι ουσιώδες, προσπαθεί να είναι καυστικό καταλήγοντας απλά γραφικό και χάνει συνεχώς τον στόχο, επιχειρώντας να αφηγηθεί μια ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης χωρίς να δείχνει να πιστεύει πραγματικά ποτέ στη δύναμη των ηρωίδων του.
Και είναι πραγματικά κρίμα να βλέπει κανείς το φιλμ να αποτυγχάνει να πατήσει στέρεα στις βάσεις του, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι μια καθαρά προσωπική δημιουργία με ισχνή υποστήριξη, η οποία θα έπρεπε να είναι ικανή να μπορεί να κερδίσει τις εντυπώσεις με την αμεσότητα και την οικουμενικότητά της.
Το μόνο όμως που τελικά καταφέρνει είναι να προκαλέσει απλά την περιέργεια για την ταινία που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι, αν είχε εκμεταλλευτεί πλήρως την εύθραυστη παρουσία της Μέχλερ, αν είχε αξιοποιήσει δημιουργικά την ερμηνευτική επιθετικότητα της Σωτηροπούλου, αν είχε χρησιμοποιήσει την σκληρή καθημερινότητα της Νέας Υόρκης για να ανακαλύψει οργανικά τα ευγενή σημεία των ηρωίδων της. Και αυτό είναι πραγματικά ένα «Μαχαίρι στην Καρδιά».