Τρεις μπαμπάδες, τρεις κόρες, τρεις (άχρηστοι;) γαμπροί. Tρεις μεσήλικοι φίλοι αποφασίζουν να δράσουν όταν συνειδητοποιούν ότι ζουν τον χειρότερο εφιάλτη ενός πατέρα: οι κόρες τους είναι έτοιμες να θυσιάσουν τις ζωές τους με ανεπρόκοπους άντρες. Ο μεγαλοδικηγόρος Αρτούρο βλέπει τον φιλόδοξο γάμο της μοναχοκόρης με το νεαρό συνεταίρο του να καταρρέει όταν την κλέβει από τα σκαλιά της εκκλησίας ο αναρχικός ακτιβιστής εραστής της. Ο Πόλι ανακαλύπτει ότι το κοριτσάκι του είναι ερωμένη και μούσα ενός φωτογράφου και... παλιού συμμαθητή του. Ο καλογάκαθος Τσους έχει θυσιάσει τα πάντα για το μέλλον της αριστούχου έφηβης κόρης του, όταν εκείνη μπλέκει με τον αλήτη του σχολείου. Αφήνοντας τα μεσογειακά τους ένστικτα ελεύθερα, οι τρεις Ισπανοί μπαμπάδες ενώνουν δυνάμεις και κυρήσσουν πόλεμο.
Αυτά τα μεσογειακά ένστικτα, τα πασίγνωστα φαρσικά κλισέ που θέλουν Ισπανούς, Ιταλούς, Ελληνες πατριάρχες να σφάζουν στο γόνατο οποιονδήποτε τολμήσει να αγγίξει τις κόρες τους, αποτέλεσαν την κεντρική ιδέα και τον άξονα του σεναρίου των Γιόζεπ Γκάτελ και Μανουέλ Μπούρκουε. Πρώτα υλικά για αναγνωρίσιμα πειράγματα που μεταφέρονται πολιτισμικά από γενιά σε γενιά και θέλουν τους μπαμπάδες μοναδικούς στη ζωή των αγνών κοριτσιών τους - τόσο χειλιοειπωμένα, τόσο κουρασμένα, τόσο (από ό,τι φαίνεται) αληθινά που ακόμα πατούν την ευαίσθητη χορδή της μάζας και προκαλούν άκρατο γέλιο.
Η ταινία έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της χρονιάς στην Ισπανία (όπως άλλωστε και τόσες αντίστοιχες γαλλικές και ιταλικές φαρσοκωμωδίες τελευταία) κερδίζοντας το κοινό, που μοιάζει να θέλει περισσότερο να εκτονωθεί, με ευκολίες, υπερβολές και επιθεωρησιακό, αναχρονιστικό χιούμορ.
Οπότε ποιος ο λόγος να σταθεί κανείς στην τηλεοπτική φλατ προσέγγιση του σκηνοθέτη Κάρλος Θερόν, τις καρικατουρίστικες δωρεάν ερμηνείες του πρωταγωνιστικού καστ, ή το εντελώς φτηνό σεναριακό εύρημα του τέλους;
Ολα κουκουλώνονται κάτω από την επίφαση της αθώας φάρσας, του μαζικού χαβαλέ και του λαϊκού προστάγματος για περισσότερο γέλιο. Με τα χάλια μας.