H Kάθριν είναι μια χωρισμένη αστυνομικός που έχει χάσει την επιμέλεια της κόρης της στο διαζύγιο. Όταν της προταθεί να πάρει για ένα χρόνο ακριβοπληρωμένη μετάθεση στη μεταπολεμική Βοσνία, ως μέλος του ειρηνευτικού σώματος του Ο.Η.Ε., κι έτσι να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής της που θα της επιτρέψουν να ξαναδιεκδικήσει την κόρη της, δέχεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόνο που, απροετοίμαστη ιδεαλίστρια, η Κάθριν θα συναντήσει και θ’ αποκαλύψει ένα δίκτυο εμπορίας λευκής σάρκας που λειτουργεί κάτω από τη σύμφωνη ματιά του Ο.Η.Ε., ακόμα και με συμμετοχή των ξένων αντιπροσωπειών.

Η Καναδέζα Λαρίσα Κοντράκι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, για να χτίσει μια καταγγελία, όχι τόσο προς τα εγκλήματα που συνέβησαν στη Βοσνία, μετά τον πόλεμο, εις βάρος των γυναικών και της ανθρωπιάς γενικότερα, αλλά κυρίως προς την εγκληματική αδράνεια ή συμμετοχή των Αμερικανών και άλλων ξένων αξιωματούχων που εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη περιοχή και εποχή.

Η ταινία εκτυλίσσεται ως πολιτικό θρίλερ, με πετυχημένα σκοτεινή και σκληρή εικόνα, συνεχή δράση και ένταση. Τολμηρή και ειλικρινής, η σκηνοθεσία δε δειλιάζει μπροστά στις σκηνές βίας, ούτε και τις μετατρέπει σε ηδυπαθή εκμετάλλευση, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε να κάνει, δεδομένων των αλλεπάλληλων βιασμών και βασανιστηρίων της υπόθεσης.

Η Ρέιτσελ Βάις δείχνει ένα διαφορετικό πορτρέτο, πιο λαϊκό και αρρενωπό, μια αγνή μπατσίνα που μένει πιστή στο αμερικανικό – και ανθρώπινο, αν δεν είναι το ίδιο… - ιδεώδες. Με το σώμα και την κίνησή της να γίνονται τραχιά και άγαρμπα, και το διαρκώς συννεφιασμένο, προβληματισμένο πρόσωπό της, αναζητά μια αλήθεια που βρίσκεται μόνο στα βιβλία, όχι στη ζωή. Η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και η Μόνικα Μπελούτσι κρατούν δυο σχηματικούς ρόλους, αλλά είναι πάντα ευχάριστο να τις συναντάς στο σινεμά, για διαφορετικούς λόγους την καθεμιά.

Αν η ταινία πάσχει από κάτι, αυτό είναι η ίδια μονοδιάστατη ορθότητα που διακρίνει και την ηρωίδα της. Η αποκάλυψη της εγκληματικής διαφθοράς ακόμα και του Ο.Η.Ε. σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή είναι από μόνη της συγκλονιστική. Ωστόσο ούτε το σενάριο, ούτε η σκηνοθεσία προσθέτουν ένα πιο βαθύ, πιο ιδιαίτερο σκεπτικό, που να βοηθήσει την ταινία να ξεχωρίσει από τη σειρά, να χαραχτεί στη μνήμη όχι γι’ αυτά που περιγράφει, αλλά για το πώς τα περιγράφει, με την κάμερα, στην οθόνη.