Σε πραγματική ιστορία βασίζεται ο Πιερ Γκοντό για τη νέα του ταινία (μετά το «Juliette» του 2013), αλλά, πραγματικά... δε χρειαζόταν. Τόσο σχηματικό είναι το μελόδραμά του, τόσο πανομοιότυπο με δεκάδες ακόμα που έχουν αναπνεύσει στην οθόνη, με μοιραίες γυναίκες και κατεστραμμένους από το πάθος άντρες, που η μεταφορά της πραγματικής ιστορίας μάλλον απλώς ενισχύει τη δημοσιότητα της ταινίας, κυρίως στη Γαλλία, όπου το δράμα του Φλοράν Γκονσάλβες και της Εμά Αρμπαμπζαντέ, συνεργού της «συμμορίας των βαρβάρων» στη δολοφονία του Ιλάν Χαλιμί, προκάλεσε, πραγματικά, θόρυβο την τελευταία δεκαετία.

Το φιλμ παρακολουθεί την κατάρρευση του Ζαν, διοικητή γυναικείων φυλακών, που με την άφιξη της νεαρής βαρυποινίτισσας Ανά, αισθησιακής, τολμηρής κι ελαφρώς παρανοϊκής, νιώθει τον πόθο να φουντώνει μέσα του και το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, όχι πριν προλάβει το παράνομο ζευγάρι να κυλιστεί εκτεταμμένα πάνω του.

Ενώ ο ήρωας του Ζαν βιώνει, υποθέτουμε, μια ογκώδη υπαρξιακή και ηθική κρίση, ενώ η Ανά προφανώς έχει καταδικαστεί για ένα φρικτό έγκλημα το οποίο ουδέποτε μαθαίνουμε στην ταινία, ο Γκοντό, ωστόσο, αφιερώνει όλη του την προσοχή στις ερωτικές συναντήσεις των δυο τους, μα στα κελιά, μα στους διαδρόμους, μα στο γραφείο, μα στην ταράτσα της φυλακής, χωρίς ίχνος ρεαλισμού. Η χημεία ανάμεσα στο ζευγάρι ισοπεδώνεται από τον Γκιγιόμ Γκαλιέν που βρίσκεται έξω από τα νερά του. Ετσι, εκείνο που μένει, για μια ακόμη φορά, είναι η πηγαία, ζωώδης σεξουαλικότητα τη Αντέλ Εξαρχόπουλος, με τα στενά τζιν, το μισάνοιχτο στόμα και τα πρόθυμα μάτια, η οποία, άλλωστε, θα ήταν εξίσου καθηλωτική και χωρίς, καν, σενάριο.