Από τη γνωριμία τους σε ένα πάρτι, η φιλόξοξη Νατ και ο μέτριος συγγραφέας Τζος είναι εξαιρετικά ευτυχισμένοι παρά τις όποιες διαφορές τους. Ο Τζος είναι άνθρωπος του πνεύματος, η Νατ είναι άνθρωπος των πράξεων, αλλά η σπίθα μεταξύ τους είναι πασιφανής. Ο γάμος τους είναι ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε, αλλά κανείς – ούτε οι οικογένειές τους, ούτε οι φίλοι τους, ούτε καν ο ιερέας που τους πάντρεψε – δεν πείθεται ότι θα κρατήσει. Η πρώην φίλη του Τζος, η Κλόι και ο γοητευτικός Αμερικανός πελάτης της Νατ, Γκάι ίσως αποτελέσουν τις γοητευτικές εναλλακτικές. Με την πρώτη τους επέτειο σε απόσταση αναπνοής, κανείς δεν θέλει να το βάλει κάτω. Θα τα καταφέρουν όμως;

«Ο πρώτος χρόνος είναι ο πιο δύσκολος. Αν τα καταφέρεις τον πρώτο χρόνο τότε μπορείς να μείνεις παντρεμένος για πάντα».

Με αυτή τη συμβουλή συνοδεύουν οι γονείς του Τζος την καινούρια του ζωή, την πρώτη βραδιά του γάμου του με την Νατ. Και με κάποιον περίεργο τρόπο είναι σαν να μιλούν για την ίδια την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν.

Αν ο ένας χρόνος έγγαμου βίου μπορούσε να μεταφραστεί σε λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, τα πρώτα δέκα λεπτά του «Ενας Χρόνος Ειναι Αρκετός» είναι ολοφάνερο πως δεν προδικάζουν με τίποτα ένα τέλος στο οποίο «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».

Η αγωνιώδης προσπάθεια του Νταν Μέιζερ (με προϋπηρεσία στα σενάρια του «Borat» και του «Bruno» και συνεργάτης του Σάσα Μπαρόν Κοέν από την εποχή του «Ali G») να μην παραδοθεί στα κλισέ μια ρομαντικής κομεντί, αλλά να τη δει λίγο περισσότερο... βρετανικά, τον οδηγεί μεν σε μια ευκολοχώνευτη και ενίοτε χαριτωμένη ταινία, αλλά που μετά από λίγη ώρα μοιάζει πλέον αφόρητη.

Δεν είναι μόνο το επίπεδο της (ηθελημένης;) ηλιθιότητας με την οποία ο Μέιζερ έχει χτίσει τους χαρακτήρες του (ανάμεσά τους και η Ανα Φάρις, ο Σάιμον Μπέικερ του «Mentalist» αλλά και ο πάντα απρόβλεπτος Στίβεν Μέρτσαντ, συνεργάτης του Ρίκι Τζερβέις) σε ένα μωσαϊκό ηρώων που ανατρέπουν τη γλυκανάλατη εκδοχή ενός rom-com, αλλά κυρίως η επιθυμία του Μέιζερ να μοιράσει τον κινηματογραφικό του χρόνο ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα με ανεπιτυχή αποτελέσματα.

Η ζυγαριά γέρνει περισσότερο προς την κωμική πλευρά των πραγμάτων, η οποία ωστόσο δεν φτάνει μέχρι του σημείου του ξεκαρδιστικού (εκτος αν κάποιος γελάσει πολύ με τη σκηνή ενός άτσαλου ερωτικού τρίου που πάει τελείως στραβά) και η επίστρωση «έξυπνων» και «σινεφιλικών» διαλόγων δεν μπορεί να απαγκιστρώσει το φιλμ από τη διαρκή αίσθηση πως όσο απομακρύνεται από το κλισέ τόσο περισσότερο βυθίζεται σε αυτό.

Οσο συμπαθείς και αν είναι η Ρόουζ Μπερν και ο Ρέιφ Σπολ στους ρόλους του ζευγαριού που πρέπει να νικήσει την προκατάληψη πως ο γάμος είναι κάτι που δεν κρατάει, όσο και αν υπάρχουν στιγμές που χαμογελάς με το ξεκατίνιασμα των γυναικών απέναντι στον ανδρικό εγωισμό και την καφρίλα των ανδρών απέναντι στην υποτιθέμενη εύθραυστη φύση των γυναικών, είναι αδύνατον να ανεχτείς την αλληλουχία των φαρσικών ανεκδότων που ειδικά στο τελευταίο μέρος κάνουν το φιλμ του Μέιζερ μια εκδοχή πάνω στο... τίποτα.

Είναι αστείο πως κάποια στιγμή οι συνεργάτιδες της Νατ στη δουλειά, καθώς αυτή περιγράφει τη μέρα του γάμου της, ενθουσιάζονται λέγοντας πως «μοιάζει με ταινία του Χιου Γκραντ».

Αν η αναφορά πήγαινε στο «Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία» ή το «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» (για να αναφέρουμε μόνο δύο υποδείγματα ρομαντικών κομεντί με τον Χιου Γκραντ), δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι πραγματικά πιο μακρινό από το «Ενας Χρόνος Είναι Αρκετός».