Ο Αργεντίνος Πάμπλο Τραπέρο, με τη «Leonera» και το «Carancho» μας έχει συστήσει δυνατά το σινεμά του: γρήγορο, βίαιο, βρώμικο, επιθετικό, καταπιάνεται με την κόλαση της ψυχής και τους τρόπους που ο άνθρωπος προσπαθεί να τη λυτρώσει. Στο «Elefante Blanco», που έκανε πρεμιέρα πριν δυο χρόνια στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών, η κόλαση αυτή γίνεται πιο κυριολεκτική. Η ταινία εκτυλίσσεται στην παραγκούπολη του Μπουένος Αϊρες, ένα μέρος πραγματικά ξεχασμένο από κάθε Θεό και από τους περισσότερους ανθρώπους, όπου τα καρτέλ των ναρκωτικών έχουν το δικό τους κράτος, μέσα στη λάσπη και το φόβο, όπου συμμορίες εξοντώνουν καθημερινά δέκα – δέκα αντιπάλους, τα όπλα αλλάζουν χέρια πιο εύκολα από μια χούφτα νερό και η ελπίδα δε φτάνει μέχρι το αύριο, αλλά μέχρι το ίδιο βράδυ.
Εκεί, δύο Καθολικοί ιερείς, ο Χουλιάν (ο Ροκάρντο Νταρίν, μόνιμος του Τραπέρο) και ο Νικολάς (ο Ζερεμί Ρενιέ, το «παιδί» των αδελφών Νταρνέν) και μια άθεη ακτιβίστρια, η Λουτσιάνα (η επίσης «τραπερική» καλλονή Μαρτίνα Γκουσμάν), προσπαθούν να βοηθήσουν στην επιβίωση των κατοίκων, να ανοίξουν τις πόρτες της εκκλησίας όταν ακούγονται οι ήχοι των όπλων, να βρουν τροφή, να μεσολαβήσουν μεταξύ της τοπικής κοινωνίας, των διαφθαρμένων πολιτικών αρχών και της αστυνομίας.
Συνειδητοποιώντας την απόλυτη αδυναμία τους μπροστά σε μια κατάσταση που τους υπερβαίνει, ο καθένας αμφισβητεί το λόγο της ύπαρξής του. Ο «λευκός ελέφαντας» στην ταινία του Τραπέρο είναι ο αγώνας για τη βοήθεια μιας κοινότητας ανθρώπων, το κόστος του οποίου, σε χρήμα αλλά και σε προσωπική θυσία, αποδεικνύεται υπερβολικά μεγάλο. Γιατί το τελευταίο πράγμα που μπορούν, τουλάχιστον οι δύο ιερείς, να προσφέρουν στον κόσμο της παραγκούπολης είναι η πίστη στο Θεό: αυτή υπάρχει δυνατή, προσαρμοσμένη στις τοπικές ανάγκες: σε μεγάλα τατουάζ στο σώμα, σε αγαλματάκια και εικόνες εκεί όπου φυλάγονται τα όπλα, ή πάνω από τα αιματοβαμμένα πτώματα, φρέσκα από το προηγούμενο βράδυ.
Η σκηνοθετική ένταση του Πάμπλο Τραπέρο σχηματίζει μια ταινία κλειστοφοβική, χειμαρρώδη, όπου η οχλαγωγία ενός πληθυσμού σε απόγνωση, οι εκρήξεις της βίας και η διαρκής απειλή του θανάτου δε σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα. Από την άλλη πλευρά, μέσα στην απόγνωση και τη γρήγορη διαδοχή επεισοδίων και προδοσίας, το σενάριο δεν προλαβαίνει να χτίσει τους χαρακτήρες του, να αποκαλύψει το αδιέξοδό τους, να προκαλέσει γι’ αυτούς συμπάθεια – ή, έστω, αντιπάθεια! Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια αποκάλυψη ενός κόσμου που όχι απλώς δεν ξέρεις ότι υπάρχει, αλλά γρήγορα θέλεις και να τον ξεχάσεις, μέσα από μια ιστορία ανθρώπων που θα ξεχάσεις αμέσως.
Διαβάστε ακόμη: