Μπουένος Αϊρες, 1983. Η Χούντα έχει πέσει και ο Αρχιμίδης Πούτσιο, απόστρατος βασανιστής, δεν έχει αντικείμενο. Ή έτσι θέλει να νομίζουμε. Με τη βοήθεια των γιων του και τη σιωπηλή συνενοχή της δασκάλας γυναίκας του και των έφηβων κοριτσιών του ο επιβλητικός πατριάρχης συνεχίζει να «εξαφανίζει» κόσμο. Αυτή τη φορά όμως όχι λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Αλλά για χρήματα. Απαγάγει πλούσιους, τους κλειδώνει στο υπόγειο του σπιτιού του (όπου όλοι ακούν τον πνιχτό απόηχο των κραυγών τους) και ζητά λύτρα από τις οικογένειές τους. Μόνο που δεν επιστρέφει κανέναν πίσω στους αγαπημένους του. Τους εκτελεί, αδίστακτα και σαδιστικά. Οπως και με την ίδια παγωμένη αποφασιστικότητα επιβάλλεται στη φαμίλια του. Εκείνος είναι ο αρχηγός, εκείνος έχει την εξουσία και οι ώρες της νεόφερτης δημοκρατίας είναι μετρημένες.
Ο Πάμπλο Τραπέρο («Λευκός Ελέφαντας», «Leonera») σκηνοθετεί μία αληθινή ιστορία που συγκλόνισε την Αργεντινή στη δεκαετία του 80 ως ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, αλλά και μία ξεκάθαρη πολιτική παραβολή. Από την μία, η εξιστόρηση των αληθινών απαγωγών, των βασανισμών, των φόνων. Από την άλλη, η οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τραπέζι του δείπνου να αγνοεί τις φωνές από το υπόγειο. Στη βιτρίνα: ένας καλός οικογενειάρχης της τοπικής μπουρζουαζίας πλένει και σκουπίζει και νοικοκυρεύει την αυλή του σπιτιού του.
Η πραγματικά ανατριχιαστική πραγματικότητα κρύβεται στο συνδυασμό και την αντίστιξη των εικόνων. Οταν καταλαβαίνεις ότι οι Χούντες πέφτουν, αλλά οι φασίστες μένουν - καλά κρυμμένοι στις καθημερινότητές τους, φορώντας τις μάσκες πρότυπων κοινωνικής αποδοχής και ασκώντας βία και μίσος σε οτιδήποτε αντιστέκεται. Και πόση ευθύνη κουβαλούν οι «οικογένειες» που προσφέρουν αυτό το άσυλο (ο Τραπέρο ξεκάθαρα τεντώνει το δάχτυλο στην συλλογική υποκρισία της μεταπολιτευτικής Αργεντινής) συνεχίζουν να συντηρούν την ατσαλάκωτη εικόνα τους, αγνοώντας να αντιμετωπίσουν ότι πίσω από τις κλειστές τους πόρτες συμβαίνουν εγκλήματα;
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι ξεκάθαρα ο πρωταγωνιστής της. Ο Γκιγιέρμο Φραντσέλα διαχειρίζεται το σαδισμό του ήρωά του με ατσάλινο, ψυχρό βλέμμα, ανατριχιαστική νηφαλιότητα και ρομποτική αποφασιστικότητα. Τον κοιτάς και καταλαβαίνεις τον τρόμο των θυμάτων του (πολιτικών και μη) όταν απέναντί τους δεν καθόταν άνθρωπος. Ο Φραντσέλα ερμηνεύει τον Πούτσιο με έναν τρόπο που σηκώνει την αυλαία στην συλλογική παθολογία που γεννά φασισμούς: η τάξη, η πειθαρχία, η αλαζονεία της εξουσίας και η πεποίθηση ότι ακόμα και οι οικογένειές μας είναι παράσημά μας και τα επιδεικνύουμε στις κοινωνίες που χειροκροτούν.
Παρόλη την πυκνή της ατμόσφαιρα και τις καλές ερμηνείες όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση μίας μη-ολοκληρωμένης αφήγησης. Και σε αυτό δεν φταίνε τα πισωγυρίσματα στο χρόνο, όσο η αδύναμη σκιαγράφηση των υπόλοιπων χαρακτήρων και των αντιδράσεών τους. Η μητέρα μοιάζει να φοράει τη στολή της «δεν αμφισβητώ ποτέ το σύζυγό μου» γυναίκας σαν αποκριάτικο κουστούμι. Τα παιδιά εμφανίζονται στις σεκάνς ως κομπάρσοι. Κι ο κομβικός ρόλος του Αλεχάντρο, του γιου-βοηθού που κάποια στιγμή επαναστατεί στον πατέρα, μοιάζει λίγο παραπάνω αφελής, λίγο στερεότυπα ανόητος - ειδικά απέναντι στη σιδηρά παρουσία του Φραντσέλα.
Επίσης, το γκροτέσκο χιούμορ (χαρακτηριστικό του Τραπέρο) άλλες φορές λειτουργεί, πολλές άλλες όχι, ενώ η παράθεση του σεξ με τη βία, των κραυγών και των λυγμών, μοιάζει με φτηνό κόλπο, όταν αναλογίζεσαι τη σοβαρότητα των γεγονότων.
Συγκρατούμε την υπόκλιση που ο Τραπέρο κάνει στους μάστερ των 70ς (διάχυτη η αγάπη για το Σκορσέζε και τον Κόπολα) και το εγκεφαλικό επιχείρημα που καταθέτει για τις οικογένειες/ιδεολογίες/χώρες και τον άκοπο ομφάλιο λώρο υποκρισίας, εξουσίας, βίας. Αλλά αυτή η φαμίλια, όχι, δεν μας έκανε μια πρόταση που δεν μπορούμε να αρνηθούμε...