Ο Γουέντελ Εβερετ είναι ένας υποδειγματικός πράκτορας του FBI: περιποιημένος, συστηματικός, κοστουμάτος και πολιτικά ορθός. Οταν εγκαθίσταται στη Δύση της... Ιρλανδίας, σε μια κωμόπολη, για να ξετρυπώσει μια διεθνή σπείρα εμπόρων ναρκωτικών, αναγκαστικά πρέπει να συνεργαστεί με τον τοπικό Αστυνομικό Τζέρι Μπόιλ. Μόνο που ο Μπόιλ δε δίνει δεκάρα. Εχει άλλα να τον απασχολουν: την ηλικιωμένη μητέρα του, το επόμενο ραντεβού του με τα αγαπημένα του «κορίτσια» που ακριβοπληρώνει, το πρωινό του μπάνιο. Είναι φωνακλάς και άξεστος. Αλλά έχει την πείρα να ξέρει ότι ο χρόνος φέρνει πάντα τα ζητούμενα αποτελέσματα.

Τύποις η ταινία είναι καθαρά αστυνομική, με δύο εκπροσώπους του νόμου σ’ένα απομονωμένο σημείο της Γης που τα βάζουν με το έγκλημα. Στην ουσία της όμως κάθε άλλο παρά ταινία δράσης είναι το φιλμ, μια και, ως ευχάριστη έκπληξη, φέρνει περισσότερο σε ταινία χαρακτήρων και ηθών.

Δυο άντρες, εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους, ξεδιπλώνονται σ’ένα απολαυστικό bromance, μια ταινία για την ανδρική εμπιστοσύνη που γοητεύει με τους χαμηλούς τόνους, το cool ύφος και το ατίθασο χιούμορ της.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος, ως σκηνοθέτης μεγάλου μήκους ταινίας, Μάρτιν ΜακΝτόνα, που παρουσίασε την ταινία του στο Σάντανς και στο Βερολίνο, είναι αδελφός του Μάρτιν ΜακΝτόνα, σκηνοθέτη του «In Bruges» και παρότι οι δυο ταινίες διαφέρουν και το «The Guard» υπολείπεται σε πρωτοτυπία, έχουν κοινή την αυτοσυγκράτηση, την καθηλωτική ατμόσφαιρα και μια ευπρόσδεκτη αρρενοπότητα στο ύφος τους.

Οπως και ο ρόλος του ανεβάζει το επίπεδο του σεναρίου της ταινίας, έτσι και με την ερμηνεία του, ο Μπρένταν Γκλίσον είναι που κάνει στο φιλμ όλη τη διαφορά και του δίνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, αυτόν μιας απολαυστικής αποκάλυψης. Απέναντί του, ο Ντον Τσιντλ επιβάλλεται άψογα, δίνοντάς του το έδαφος ν’αναδείξει τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του Μπόιλ. Η αντιπαλότητα της Αμερικής με την Ευρώπη και, φυσικά, της Ιρλανδίας με την Αγγλία, ενσωματώνονται κομψά σε φλεγματικά αστείες σκηνές.

Πάνω απ’όλα, όμως, η ταινία είναι απρόσμενα στιλάτη και καθησυχαστική, κάπως σαν ένα δείγμα σινεμά παλαιών αρχών, σεμνότητας και αξιοπρέπειας. Μάλιστα, η μουσική των Calexico, δίνει ακόμα περισσότερο την εντύπωση ότι παρακολουθούμε τη διαδρομή ενός φτωχού και μόνου καουμπόη, ή ενός ιδιόμορφου Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα του. Η αγάπη του σκηνοθέτη για το «The Hit» του Στίβεν Φρίαρς φαίνεται ολοκάθαρα στο ύφος που επιλέγει ν’ακολουθήσει κι ενώ, φυσικά, το «The Guard» απέχει πάρα πολύ από εκείνη την ταινία, μοιράζεται μαζί της την απλότητα της αυτοπεποίθησης!