Δύο χρόνια μετά από μία υπερκόπωση, ο Ντιβάλ είναι ακόμα άνεργος. Όταν ένας αινιγματικός άνδρας επικοινωνεί μαζί του, θα του προσφέρει μία απλή, αλλά καλοπληρωμένη δουλειά: να απομαγνητοφωνεί τηλεφωνικές συνομιλίες από «κοριό». Καθαρά λόγω οικονομικών κινήτρων, ο Ντιβάλ συμφωνεί χωρίς να εξετάσει την πραγματική ταυτότητα της επιχείρησης. Ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένος στην «καρδιά» μίας πολιτικής συνωμοσίας, και αντιμέτωπος με τους βίαιους μηχανισμούς του σκοτεινού κόσμου των μυστικών υπηρεσιών.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τομά Κρουιτόφ προσπαθεί να επαναφέρει την ατμόσφαιρα αλλά και το απόλυτο, καθαρό, σασπένς των εμβληματικών κατασκοπευτικών θρίλερ της δεκαετίας ’70, όπως «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» του Σίντεϊ Πόλακ και την «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ως ένας φόρο τιμής στις ταινίες αυτές, με Χιτσκοκικές πινελιές. Οι προθέσεις του Κρουιτόφ, όσο αγνές και ελκυστικές μπορεί να δείχνουν με την πρώτη ματιά, καταλήγουν γρήγορα σε αδιέξοδο, καθώς η ταινία του σαμποτάρεται από μια ρηχή πλοκή η οποία μπερδεύεται και χάνεται στον κυκεώνα της κατασκοπευτικής παράνοιας και πολιτικής ίντριγκας που προσπαθεί να ξεδιπλώσει.
Ο Κρουιτόφ δεν αναλώνεται σε μακροσκελής εισαγωγές αφού μας βάζει, σχεδόν αμέσως, στον καφκικό χορό των κατασκόπων που ακολουθεί. Καταφέρνει να δημιουργήσει γρήγορα ένα κλίμα παράνοιας γύρω από τον χαρακτήρα του, ο οποίος μπλέκεται σε ένα ιστό πολίτικης ίντριγκας και σε κάτι μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να διαχειριστεί, με την ένταση ενός πολιτικού θρίλερ να σιγοβράζει από την αρχή. Ο Κρουιτόφ δεν διστάζει να κάνει και το δικό του σχόλιο για την ψηφιακή τεχνολογία στην μετά Σνόουντεν εποχή παίζοντας με διάφορες αναφορές οι οποίες καταφέρνουν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες βάσεις για την ιστορία του.
Ομως η ένταση γρήγορα ξεφουσκώνει, την παράνοια διαδέχεται η σύγχυση, και με το ρυθμό της ταινίας να αλλάζει ταχύτητες πιο συχνά από όσο θα έπρεπε καταλήγοντας σεε ένα φινάλε που μοιάζει τουλάχιστον αδέξιο και βεβιασμένο. Κι όλο αυτό γιατί ο Κρουιτόφ αποφασίζει, παραδόξως, να μείνει ως ένας απλός παρατηρητής χωρίς να προσπαθεί να εμβαθύνει περισσότερο στην ιστορία του και στους χαρακτήρες από όσο χρειάζεται, ούτε να αναλύσει τις όποιες πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας του. Αν και το μήνυμα που θέλει να περάσει όσο αφορά την χρήση παραπλανητικών ειδήσεων αλλά και διάφορων άλλων μέσων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί για να ανέβουν στην εξουσία, είναι αρκετά σαφές, αγγίζεται τελείως επιδερμικά χωρίς να προκαλέσει τον θόρυβο που ίσως επιθυμούσε.
Σε μια ταινία που προσπαθεί αρκετά αγχωμένα να βρει το βήμα της, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών της είναι αυτές που την κάνουν να περπατάει. Ο Κρουιτόφ παίζει πολύ με την εσωτερικότητα του κεντρικού του χαρακτήρα και με την βοήθεια του Φρανσουά Κλιζέ, και την αριστοτεχνικά χαμηλών τόνων ερμηνεία του, δημιουργούν μαζί έναν αρκετά ενδιαφέρον και πολυεπίπεδο χαρακτήρα. Αν προσθέσουμε και την μακιαβέλικη ερμηνεία του Ντενί Πονταλιντές αλλά και την πιο στοϊκή προσέγγιση του Σαμί Μπουατζιλά στον χαρακτήρα του, έχουμε ίσως από τις σφιχτοδεμένες ερμηνευτικά ταινίες του είδους εδώ και καιρό.
Η «Συνομωσία της Σκιάς» θα μπορούσε να ήταν ένα πιο σκοτεινό, ίσως και πιο ανησυχητικό ταυτόχρονα, κατασκοπευτικό πολιτικό θρίλερ. Ομως αντ’ αυτού μένει δέσμιο των αναφορών του στις ταινίες που μάταια προσπαθεί να μοιάσει, χωρίς ταυτόχρονα να προσφέρει κάτι το καινούργιο ή να ρίξει την ανάλογη βαρύτητα εκεί που πρέπει, καταφέρνοντας τελικά να μείνει απλά στη... σκιά.